RSS

Category Archives: ΕΝΥΠΝΙΑ ΨΙΧΙΩΝ/ Ιφιγένεια Σιαφάκα: ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Ιφιγένεια Σιαφάκα, Η τουλούμπα

Ταμπουρωμένος μ’ ένα πλεκτό λευκό πουλόβερ, σκουφί, γάντια και κασκόλ από μοχέρ, γούνινες μπότες και κασμίρ παλτό, σταυρωμένος μ’ ένα μισόλιτρο ροδόνερο απ’ τη γιαγιά του Ευθυμία, τροφαντός και ντροπαλός αλλά βαρύς στο βήμα, υποσχόμενος το μέλλον, μ’ αγκώνες σκυθρωπούς, χέρια ριγμένα στις βαθιές του τσέπες, χείλη πλαδαρά του παραπόνου κι αφράτες παρειές όπως το ήθος του δαρμένου βούτυρου, ο Ισίδωρος Κουραμπιές εγλίστρησε, κύριε διευθυντά, έμπροσθεν της σκάλας του σχολείου μας, κι εβρήκε ακαριαίο θάνατο κατά τη «Μάχη της Tουλούμπας», ενώ ήταν έτοιμος ν’ αρπάξει, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των άλλων μαθητών, την 5η εκπίπτουσα εκ των ουρανών.

Θρηνούμε!

 

Tags:

Ιφιγένεια Σιαφάκα, Παράσταση χωρίς φτερούγες (e-περιοδικό Στάχτες)

.

Στάχτες

Αήττητα μανταρίνια αποδημούν
με μια ξινή ταυτότητα στο κοτσανάκι
επικρεμάμενα στις αλλαγές όπως τα χελιδόνια
κάθε φορά που το μεγαλειώδες γλιστράει στη σκηνή
με μπαλωμένο πισινό μπρος στην αιδώ και στο ωραίο

Πλαταγισμοί φτερών, αναθυμιάσεις, χειροκρότημα
το παρανάλωμα μίας λευκής επιθυμίας
κουρνιασμένης στον εξώστη


Στο μεταξύ, ώσπου να άρει τις τέφρες η αυλαία,
θ’ αναπολούμε στη γλώσσα με οξύτητα
εκτός απ’ τον Καιάδα στα δόντια της Ανοίξεως
και τη ματαίωση των φρούτων
ν’ αποκτήσουνε φτερούγες

Πίνακας: Avery Palmer

 

Ιφιγένεια Σιαφάκα, Τι θ’ απογίνουν τα ρολόγια; (e-περιοδικό Στάχτες)

ifigeneia14.3.15

Στάχτες

(…) Αχ, Φρανκ, πώς άρπαζε με βιάση τη μιαν άκρη του παλτού του, για να τη φέρει τιμητικά και σαν παράσημο στο στέρνο και πώς τα δάχτυλα παιάνιζαν με νεύρο τα οστά· έλεγες πως οι φλέβες του θα ξέφευγαν για ν’ αγκαλιάσουν κάποια απειλή που  εμφανιζόταν στον ορίζοντα! Έπαιρνε μια βαθιά ανάσα, δάγκωνε τα χείλη και διέταζε τα μάτια, μες σ’ ένα κράμα ειρωνείας και βαθιάς γνώσης ή απόγνωσης; κοφτά να διαπεράσουν την ατμόσφαιρα, μέχρι που να επιστρέψουν με ταχύτητα αστραπής μαρμαρωμένα· η φωνή του, μία τρεμάμενη βραχνάδα απ’ το βάθος, ήταν σαν να δοκίμαζε σε βάραθρο τραμπάλες, που όμως δεν επέτρεπαν εξάρσεις στη διήγηση, δεν έκαναν τον αποδέκτη να τρομάζει· την τράνταζε μόνον κάπου κάπου, χωρίς καμιά προειδοποίηση, ένας οξύς τόνος ατσάλινης ευθύτητας, που πάραυτα μετατρεπόταν σε παραίτηση. Έχω την εντύπωση, Φρανκ, και διορθώστε με εάν κάνω λάθος, πως το μοιραίο και η φρίκη, έτσι όπως σκάβουν το κενό, εγκαθιστούν οδυνηρές ηχητικές συσπάσεις στα οστά. Η μητέρα θεωρούσε πως αυτός ο ήχος του Πατρίκ μας δεν έπρεπε να μας ανησυχεί καθόλου μα καθόλου, δεν είναι τίποτε, μα τίποτε άλλο, μια κλασική κρίση λόξυγκα, Φρίντα, είναι, με όλη σου τη μανία, χτύπα τον, να τον χτυπάς στην πλάτη, Φρίντα! Εγώ, Φρανκ, δεν τον ακούμπησα ποτέ· είχα την αίσθηση πως, έστω και μ’ ένα άγγιγμα, θα γλίστραγε ολόκληρος και θα χωνόταν σ’ ένα μεγάλο θρύψαλο, απ’ όπου θα ορμούσε η σύσπαση που γρύλιζε στο σκοτάδι και που ωθούσε τον Πατρίκ να αναμετριέται έξω απ’ τη γλώσσα χωρίς γλώσσα.

Σκέπαζα τη μύτη και το στόμα με μια μπλούζα, μιαν εσάρπα, ένα παλτό, πάντα σχεδόν χιονίζει, είχα μια δικαιολογία, για ν’ ανακόψω την κραυγή μου, που νόμιζα πως θα ανατίναζε και την τελευταία ίνα του Πατρίκ μας· μπορεί όμως και να μ’ αγκάλιαζε με αγάπη, έτσι έλεγε, αγάπη.  Όπως παλιά… μία φορά… τότε που, αν δεν ήταν πλάι ο πατέρας, θα μ’ έπνιγε στα σίγουρα μ’ αυτή την καρποφόρα δύναμη θανάτου που έβαζε στα χέρια· έχω μία μικρή σφεντόνα, για τον καλό μου τον Πατρίκ, είπε ο πατέρας, κι εκείνος έπαψε να σφίγγει το λαιμό μου· θα πάρω κι ένα μήλο, είπε ο Πατρίκ, και βγήκε έξω, κάθισε ήρεμος στο σκαλοπάτι της εξώπορτας, πέταξε το μήλο μακριά, έβαλε τη σφεντόνα κάτω απ’ το παπούτσι του, έι, έι, έι, μύγα, σ’ αγαπάω! φώναζε σε κάτι μια μύγα κάτι δεν ξέρω έι, είχε αφήσει το λαιμό μου –  δεν ήθελα να τρέφει τέτοια συναισθήματα για μένα και τόσο τρομαγμένος.

Έτρεμα όμως και μόνο στην ιδέα πως, αν απέρριπτα αυτό που εκείνος ένιωθε αγάπη, θα ’ριχνα στον υπόνομο τη μόνη ιδέα που τον κρατούσε όρθιο στη γη! Πώς να σας το εξηγήσω, Φρανκ… η αγκαλιά του καταλάμβανε όλο το δωμάτιο, με κείνη τη μαγική δύναμη που δίνει η αίσθηση στα πράγματα και όχι η λογική τους καταμέτρηση, και ο Πατρίκ μας γινόταν έτσι υπεράνθρωπος και κοιταζόταν από πολύ ψηλά σαν ξένος, κι αγκομαχούσε να γίνει η νέα του εικόνα βρίσκοντας γάντζο στο κορμί μου. Η έντασή του φόρτιζε τους τοίχους, το χνώτο του κολλούσε στο αυτί μου μια φλόγα τόσο υγρή και ικανή να διαλύσει στο πάτωμα όλα τα πορτρέτα –είχα την εντύπωση ότι ανοιγόκλειναν το στόμα οι παππούδες– ω! λες και θ’ αναποδογύριζε, ω Φρανκ, ολόκληρο το σπίτι· Φρίντα! Φρίντα! γαντζωνόταν και δάγκωνε το χνώτο στο λαιμό μου: Τι θ’ απογίνουμε, τι θ’ απογίνουμε όταν σκοτώσουνε την ώρα στα ρολόγια; Τι θ’ απογίνουν τα ρολόγια; (…)

(Απόσπασμα από επιστολική νουβέλα, ο τίτλος καταχρηστικός για το παρόν απόσπασμα, που προδημοσιεύεται.) 

Φωτό: Gilbert Garcin

.

.

 

Ιφιγένεια Σιαφάκα, Mετάlipsi (Ψυχοναύτες)

Igor Skaletsky

 

(…) Εκεί τους είδα κι έφριξα Κουνούσαν τα κεφάλια τους δεμένα με γάζες αλώβητες λευκές Μόλις σε ράντζο εξερχόμενοι από το παγωμένο χειρουργείο με τις δεκάξι αχτίνες του ήλιου της Βεργίνας σμιλεμένες στα νυστέρια Στις γλώσσες έναστρη έσπερναν σπορά Θα ’πρεπε ν’ αγρυπνούμε ευγνώμονες από τον κρότο του σταριού τους Να τους κερνάμε ένα γλυκό του κουταλιού για συμπαράσταση στη συμμαχία των γλωσσών Γερά κρατώντας τον τυφώνα στο βολβό του οφθαλμού

Κάθε που
στροβιλίzει αειπάρθενος
μιa λίμα από κάρβουνο
που γράφει ιστορίες
με μεdούλι από στάhτη
και γύπsινα οστά
σ’ ό,τι μας καταrrάκωσε
και μας ανάδευσε
αναίσθητους
σε φράhτη
από δαsείες επιsημάνσεις
αναpόφευκτων sυμβάντοn (…)

~ Μετάlipsi (απόσπασμα), εκδ. Γρηγόρη 2015

~Painting: Igor Skaletsky

.

.

.

Ψυχοναύτες

 
Image

Iφιγένεια Σιαφάκα, [ΟΛΙΓΟΛΕΚΤΑ – Συμμετοχές Νο.5] E-περιοδικό Bibliothèque

Iφιγένεια Σιαφάκα, [ΟΛΙΓΟΛΕΚΤΑ - Συμμετοχές Νο.5] E-περιοδικό Bibliothèque

http://bibliotheque.gr/?p=31112 

Άνοιξε την πόρτα και μπήκαν οι νεκροί του∙ κρέμαγε περιχαρής τα χιονισμένα τους κασκόλ, όταν γύρισε η μάνα στον πατέρα αυστηρά: «Η ενοχή του, βλάκα, μας ανάστησε!»

Περήφανος έπεφτε απ’ το παράθυρο ο γιος.

Μικροκείμενο με όριο τα 172 ΓΡΑΜΜΑΤΑ

[ΟΛΙΓΟΛΕΚΤΑ – ανοιχτή πρόσκληση της ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ]

http://bibliotheque.gr/?p=30625

 

 

Tags:

Image

Ιφιγένεια Σιαφάκα, Σκάλα υπηρεσίας (e-περιοδικό Στάχτες)

Ιφιγένεια Σιαφάκα, Σκάλα υπηρεσίας (e-περιοδικό Στάχτες)

http://www.staxtes.com/2013/10/blog-post_17.html

Η σκάλα υπηρεσίας είναι σε αχρηστία πλέον. Λόγω πρόσφατης ανακαίνισης των προσωπικών αρχών μας, αποφασίσαμε να απολύσουμε την Κάντια, την υπηρέτρια, παρόλο που διέθετε όλα τα απαραίτητα προσόντα: φωτεινό χαμόγελο, ευέλικτους γοφούς, διακριτική υποτέλεια και άκρα αξιοζήλευτα σε σχέση με θέματα που άπτονται της στιβαρότητας — τα πόδια μας ενδιέφεραν κυρίως, διότι είχαμε ρητά αποφασίσει πως κάποιος, επιτέλους, θα ’πρεπε να στέκεται όρθιος εδώ μέσα. Αν και της δώσαμε τελικά το πασαπόρτι, ακολουθήσαμε, κατά την έξοδό της από την κύρια είσοδο, αξιοπρεπείς διαδικασίες, για λόγους καθωσπρεπισμού και ευγενείας, ενστερνιστήκαμε ύφος πένθιμο με συγκαλυμμένη βλοσυρότητα, λυπούμαστε ειλικρινά, της είπαμε, με χαμηλωμένο βλέμμα, όταν της χώναμε μαζί με το μηνιάτικο κι ένα λευκό μαντήλι με ξεραμένο αντίδωρο για πουρμπουάρ στην τσέπη (δεν είχαμε άλλα σταυρουδάκια), αν και προσωπικά είχα επισημάνει πως ίσως να ήταν υπερβολική η κίνηση για τα νεύρα της μητέρας, δεν  μοιραζότανε ποτέ τα εκκλησιαστικά παρασκευάσματα.John atkinson 6 Η Κάντια ήταν μία εικοσάχρονη σπιρτόζα δεσποινίς, που έτρεχε πίσω μας σκύβοντας και συλλέγοντας ό,τι ξεχνούσαμε από απροσεξία να μας υπενθυμίζει στα πατώματα. Προσωπικά, βεβαίως, αν και εκτιμούσα την εργασία και το αξιομνημόνευτο φιλότιμο —που υπήρξαν πραγματική επένδυση του οβολού μας,  ήταν πολύ  επίμονη σε όλους τους λεκέδες και στα άλατα—, της είχα απαγορεύσει να χρησιμοποιεί την παρκετίνη. Είχα βρεθεί πλειστάκις φαρδύς πλατύς και με τη μύτη μου χωμένη να συγυρίζω τη μούρη μου στα μαύρα καλογυαλισμένα παπούτσια του πατέρα, που ομολογουμένως δεν είχαν γνωρίσει τέτοιο θάμβος ποτέ στο παρελθόν. Από την άλλη όμως, αν και συνειδητοποιούσα τη θαυμαστή παρεκτροπή, ότι τα υποδήματα είχαν λάβει στο μυαλό του μια θέση που δεν απέδωσε ποτέ αυτός στον εαυτό του, θα προτιμούσα να με κατάπινε το πάτωμα από το να υπόκειμαι σε τέτοιες ταπεινώσεις και σε αυτή την ηλικία. Είμαι αδιάφορος για κάθε ψυχική ανάταση που με βουλιάζει, και γίνομαι σκληρός.

.

Αλλά, όπως και να έχει, την είχαμε προσλάβει ν’ απολυμαίνει τη σιωπή, καθότι υποχόνδριοι, οφείλω να το υπογραμμίσω. Εγώ, κυρίως, είχα μεγάλες ενοχλήσεις που είχαν παρεκτραπεί σε αϋπνίες από το τρίξιμό της, που έκανε γωνία με την κρυφή πόρτα πίσω απ’ το ερμάρι όπου φυλάω τ’ ασπρόμαυρά μου πανωφόρια. Στην πραγματικότητα, μιλάμε για ασπρόμαυρες γιγαντοαφίσες επώνυμων προσώπων σε άριστης ποιότητας χαρτί, που η επινοητικότητά μου με βοήθησε να τις μετατρέψω σε ενδύματα, σκεπτόμενος πως έτσι κι αλλιώς, αφού όλα θα λιώσουνε μια μέρα, όλοι οι νεκροί μας είχαν την ίδια τύχη, θα ’ταν ανώφελο να μπαίνω στον κόπο ν’ αντιμάχομαι με υλικά το χρόνο. Η μόνη ελαστικότητα που επιδείξαμε με αυτούς ήταν ότι τους επιτρέπαμε, έως τη μέρα που είχαμε την Κάντια, ν’ αράζουν τον ύπνο των σκιών τους στη σκάλα υπηρεσίας, Κάντια, την είχαμε προειδοποιήσει, να προσέχεις τις καταβάσεις στη σκάλα υπηρεσίας, κι εκείνη (πού να σας είχα να το βλέπατε!) πόσο σφριγηλά λιβάνιζε τη σφουγγαρίστρα τριγύρω από την εν αναπαύσει οικογένεια. Μόνον που, καθισμένος στο κεφαλόσκαλο, ο παππούς έστριβε πάντα το τσιγάρο του, και οι αγκώνες δυσκολεύανε τα αεράτα περάσματα της Κάντια∙ οι υπόλοιποι, σε ύπτια θέση, ήταν συνεπείς και δεν μας ενοχλούσαν, άλλαζαν θέση προφανώς τις νύχτες, παίρνοντας στα μουλωχτά εξεζητημένες στάσεις — έχω υποψίες από κάτι θροΐσματα ανάληψης που επισκέπτονταν τους εφιάλτες, όταν γυρνούσα μπρούμυτα στο στρώμα για να τους κόψω το κεφάλι.

John Atkinson.jpg!BlogΠάντα είχα ήσυχους εφιάλτες, μόνον λίγες φορές στίλβωναν το σεληνόφως, με αποτέλεσμα να πέφτει καρβουνιασμένο φως στη σκάλα υπηρεσίας. Ορέστη, με ρωτούσε πού και πού η Κάντια, φόρεσες μήπως απόψε τις αφίσες και κατέβηκες τη σκάλα υπηρεσίας; Άκουσα τον παππού να σου μιλάει. Όχι, απαντούσα, είχε αλλήθωρη βάρδια το φως και ο παππούς έριχνε τη σκιά του στο φεγγάρι∙ σ’ αυτές τις περιπτώσεις, Κάντια, ο παππούς κάνει ερωτήσεις για το πότε θα πεθάνει, καθόλου δεν κουνήθηκα απ’ τη θέση μου εγώ. Τι να ’λεγα; 

Ήταν πραγματικά υπέροχη η Κάντια, ίσως βοηθούσε κι ο ελαφρύς της σκελετός, τ’ ανύπαρκτα στήθη και η ανασηκωμένη της μυτούλα, συντονισμένη με τους λεπτούς της αστραγάλους και την εύρωστη καμπύλη των πελμάτων, που της επέτρεπαν να κάνει υπερβάσεις στη σκουριασμένη μπάρα της σκάλας υπηρεσίας. Ο παππούς τής έδινε κάποτε το χέρι για ένα βαλς, που το καθοδηγούσε με το πνεύμα του καπνού, κάνοντας σβούρες πάνω από τους άλλους συγγενείς μας. Εκείνη έκανε και πιρουέτες, αγγίζοντας με το μεγάλο δάχτυλο τα στόματα της οικογένειας, που τότε άνοιγαν όπως μικρή τρύπα κουμπαρά, για να ψευδίσουν μικροκακίες, μειδιάζοντας γλυκά μπρος στη χορευτική νέκυια που σπαρταρούσε στις πατούσες του ωραίου ζευγαριού.

Ίσως η Κάντια να με μιμούνταν κιόλας, ήταν παρατηρητική και δεκτική στα νέα μηνύματα, καθότι εγώ από παιδί ήμουν συνηθισμένος να κινούμαι, χωρίς να ενοχλώ, με μαθηματική ακρίβεια όταν ανεβοκατέβαινα τη σκάλα υπηρεσίας — κυνηγούσα τις γάτες με σφεντόνες τρέχοντας πάνω κάτω και κάνοντας το σιδερένιο σκελετό να τρεμουλιάζει, έσπαζα αυγά, διότι μου άρεσε πολύ ο ήχος που έκαναν τα τσόφλια, κυρίως απολάμβανα το χρώμα του κρόκου πάνω στις σκουριές, ξέσκιζα σε κομματάκια λευκές χαρτοπετσέτες κι έπαιζα «χιόνι», και τ’ ωραιότερο απ’ όλα, αμόλαγα πολύχρωμους χαρταετούς στο κεφαλόσκαλο, δίπλα στον παππού.

John Atkinson .jpgJohn Atkinson

Είχε πεθάνει πριν γεννηθώ εγώ, αλλά, όταν κόψανε το λώρο, μαζί μ’ ένα τρενάκι, ένα αρκούδι κι έναν πλαστικό στρατιώτη, κουβάλησαν και την κορνίζα του παππού στο παιδικό δωμάτιο, κι έτσι θεώρησα πως η ασπρόμαυρη φωτογραφία που ’βλεπα κρεμασμένη απέναντι από το παιδικό κρεβάτι  ήτανε παιχνίδι. Όσο μεγάλωνα, επειδή θαύμαζα πολύ τα πλατιά και δυνατά του δάχτυλα, που έγερναν στην αριστερή γροθιά του με ευγένεια, χαρίζοντας θαλπωρή και ασφάλεια στα χέρια, νόμιζα πως κρατούσε όλον τον κόσμο εκεί μέσα (αλλά κάτι, δεν ξέρω τι, ίσως μ’ εμπόδιζε να βλέπω την εικόνα των ανθρώπων), ήθελα να κάνω εντελώς δικό μου τον παππού και, επειδή δεν επιτρεπόταν να παίρνουμε τα πράγματα των άλλων, σκεφτόμουν πως έπρεπε να πεθάνω εγώ, για ν’ αποκτήσω ό, τι μου άρεσε πολύ,  κι έτσι έβαζα στις πρίζες τα δικά μου — είχα την εντύπωση ότι, πιέζοντας την τρύπα, θα έπαιρναν το σχήμα των δαχτύλων του παππού. JOHN ATKINSON 4Όταν έσπασε η κορνίζα που είχα στο δωμάτιο, ένα βράδυ που ονειρευόμουν ότι η γάτα έπαιζε σφεντόνα μες στο σπίτι κι εμένα η μαμά με τιμωρούσε, επειδή αρνούμουν πεισματικά να φάω το αυγό μου και είχα μεγάλο άγχος, διότι ήταν αδύνατον να δραπετεύσω από τα χέρια της, καθώς η κουζίνα ήταν αποκλεισμένη από χιόνι, εκείνο, λοιπόν, το βράδυ κάποιος τον έβγαλε στη σκάλα υπηρεσίας, κι άλλαξε ο παππούς νεκροτοπίο. Ίσως να ήταν και καλύτερα, διότι οι νεκροί έχουν κι αυτοί ανάγκη από αέρα. Το σπίτι μας βρίσκεται σε ύψωμα και βασιλεύει μεγαλόπρεπα κι απεγνωσμένο,  όπως σ’ όλα τα παραμύθια, είμαστε τυχεροί που έχουμε αυτήν τη τιμή της απομόνωσης, μας φέρει πιο κοντά στα ανθρώπινα λόγω της απόστασης από τη χλαλοή της μεγαλούπολης. Δεν έχουμε σχέσεις με κανέναν. Αυτός κάπνιζε, αμόλα καλούμπα, Ορέστη! μου ψιθύριζε με κείνο το γάργαρο χαμόγελο, που έκανε τους χαρταετούς μου να θροΐζουν και το ρυάκι του καπνού του ν’ ακολουθεί παράλληλα το νήμα,  είχα ασκηθεί πολύ στον έλεγχο των ουρανών που ανοίγονταν όχι μόνον στον ορίζοντα αλλά και κάτω από τα πόδια. Συνέβη όμως. Και διώξαμε την Κάντια.

John Atkinson

Από μία ανεξήγητη παρόρμηση και λόγω αϋπνίας, άνοιξα το ερμάρι που οδηγεί στη σκάλα υπηρεσίας, ένα βράδυ της προηγούμενης βδομάδας, ντύθηκα τις αφίσες μου, για να γλιτώσω από την ψύχρα, και στάθηκα στο κεφαλόσκαλο της σκάλας. Ο παππούς κοιμόταν.  Εγώ ασπρόμαυρος κι επώνυμος, πολύ σοβαρός κι αναίσθητος, δεν αισθανόμουν τίποτε απολύτως, μάλλον χλωμός επίσης —διότι η Κάντια εκείνη την ημέρα δεν είχε απολυμάνει μόνον τη σιωπή, αλλά είχε γυαλίσει επιπλέον κι όλα τα δάκρυα που βάζουμε στις θήκες απ’ τα μαξιλάρια για να σκεβρώνουνε οι σβέρκοι, ήταν μια άχρωμη μέρα, δηλαδή, που μ’ είχε εξουθενώσει—, ξεκίνησα να κατεβαίνω τα σκαλοπάτια ένα ένα. Εκείνο που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι, παρά το γεγονός πως έκανα προσπάθειες να μην ακούγονται τα βήματα, εγώ δεν ακουγόμουνα καθόλου, πράγμα που πρέπει να σημαίνει πως επιδιδόμουν ματαίως στην προσπάθεια. Ήταν σαν να μην ήμουνα εκεί, αλλά σε είδα, Λευκοθέα, κι ας κρυβόσουν. Μου είχαν πει να μην πιστεύω στα φαντάσματα, κι όντως δεν δίνω στις φαντασιοπληξίες σημασία, όταν βλέπω ταινίες τρόμου συχνά γελάω με τα εφέ, αλλά ήσουν εκεί, και δεν μπορώ να ξέρω τι ακριβώς ήσουν εσύ, που έτσι κατάματα με κοίταζες μέσ’ απ’ τα φυλλώματα, λες και με κρυφοκοιτούσες και πρόβαλλαν χέρια απ’ τα μάτια να μ’ αγκαλιάσουν ή να με πνίξουν, σκέφτηκα. Προς στιγμήν μού πέρασε η ιδέα πως τρελάθηκα. Λευκοθέα, είπα απαλά, να επιβεβαιώσω πως μ’ ακούς και πως δεν είχε πάθει κάτι το μυαλό μου. Ορέστη, απάντησες, μ’ ένα πυκνό σπάσιμο στα μάτια, ήξερα, λοιπόν, πως ήσουνα εκεί, διότι αλλιώς τα βλέφαρα δεν θα είχαν λόγο να προβούν σε μία τέτοια εξεζητημένη σύσπαση. Ήθελες, Λευκοθέα, να με καταπιούνε οι βολβοί σου, αλλά όμως εσύ προέβης σε κάτι εξυπνότερο, πάντα θα δήλωνες αθώα. John Atkinson 3Πήρες, χωρίς κανέναν απολύτως ενδοιασμό, λίγη σκουριά από τη σκάλα υπηρεσίας κι άρχισες να τρίβεις το αλαβάστρινο της μίας παρειάς σου τόσο νωχελικά, που από ευγένεια το ένα μάγουλο υποχωρούσε και το κατάπινε η νύχτα, ώσπου απέμεινες, Λευκοθέα, πρόσωπο μισό. Το άλλο σου μισό το φώτιζε η σελήνη. Εδώ και τρία χρόνια έσβηνες κι από το τελευταία σωθικό, που μαρτυρούσε πως ήσουν παρούσα στην ψυχή μου, σε είχα αναγκάσει να πεθάνεις, Λευκοθέα! Αλλά εσύ, έτσι στεκόσουν ακόμα ζωντανή, ήσουν μια ασπρόμαυρη φωτογραφία. Σου πάνε, Ορέστη, τα ρούχα που φοράς, είπες, κι εξαφανίστηκες.

Έμεινα εκεί όλο το βράδυ να κάνω παρέα στον παππού και να κρατάω τσίλιες μήπως αλλάξουν πλευρό οι πεθαμένοι και μου ζητήσουνε κι αυτοί τα ρέστα χωρίς λόγο. Σκέφτηκα πως έφταιγε η Κάντια γι’ αυτό κι όλες οι οικιακές της εργασίες, μαζί με την υπηρέτρια είχα πιάσει μεροκάματο κι εγώ να διανύω τις προσωπικές νεκραναστάσεις μου —άλλοτε σε δολοφονούσα κι αυτοκτονούσα, όταν η Κάντια έκανε γενική στο σπίτι, άλλοτε σε σκότωνα κι ένιωθα τόσο χαμερπής κι απαρατήρητος, που σε ανέσταινα ύστερα από λίγο, για να με δολοφονήσεις με τη σειρά σου εσύ και να πατσίσουμε στις ενοχές μ’ αυτόν τον τρόπο, η Κάντια έκανε εκείνες τις φορές λαμπίκο τους καθρέφτες∙ άλλοτε μας κρατούσα με το ζόρι και τους δυο μας ζωντανούς μες σ’ έναν κλίβανο απόγνωσης, και είχα αϋπνίες, έκανα ολονυχτίς βάρδιες στο σώμα από φόβο μη και σε κάνα ανάποδο συγύρισμα του ύπνου σωριαστούμε σκοτωμένοι κάτω απ’ το κρεβάτι και οι δυο μας— κι όλ’ αυτά ακολουθώντας την υπηρέτρια πάντα κατά πόδας, καθ’ όλη τη διάρκεια, Λευκοθέα, που έπαιζα στη σκάλα υπηρεσίας τούτο το παιχνίδι. Ώσπου αποφάσισα πως σε συρρίκνωσα στο σώμα, όταν κατάλαβα ή, μάλλον, ένιωσα πως δεν θα επέστρεφες ποτέ, κι άφησα την Κάντια να κάνει τη δουλειά της, να ανεβοκατεβαίνει μοναχή τη σκάλα υπηρεσίας.

John Atkinson autumn-john-atkinson-grimshaw

Εγώ αποδέχθηκα με γενναιότητα πως ήμουν ένα αναμνηστικό απλώς της ιστορίας, που ’χε περάσει στην άλλη όχθη, και κάπου κάπου το έφερνα στο νου, όπως τα θρίλερ, και γελούσα, τότε ήταν που αποφάσισα να φτιάχνω ρούχα τις αφίσες. Τα είχα όλα αποδεχθεί, καμία πολυτέλεια ενδυμάτων δεν με συγκινούσε, άλλωστε δεν βγαίνω κι απ’ το σπίτι, μόνο για να συλλέγω τις αφίσες και για κάνα περίπατο στον περιποιημένο κήπο, που οδηγεί η σκάλα υπηρεσίας.  Είπα ασπρόμαυρο… ασπρόμαυρο, Ορέστη… έτσι είναι! Θα ζεις με τις αφίσες, η Λευκοθέα τέρμα, ο παππούς στη σκάλα θα καπνίζει δίπλα στην παρέα του, η μητέρα θα μπουκώνεται μ’ αντίδωρα και θα ’χουμε ησυχία, ο πατέρας, με τα μαύρα καλογυαλισμένα του παπούτσια, θα μας κάνει την τιμή ν’ ασκούμαστε στις επικύψεις προσκυνήματος να μη σκεβρώνουμε εδώ μέσα,  η Κάντια φύλακας κι ευεργέτιδα των σιωπών, το σφουγγαρόπανο οικόσημο στη βρώμα που μας τρώει. Όλα τακτοποιημένα.

JOHN ATKINSON1882

Εντάξει, κύριοι! Eντάξει, τι διάολο θέλετε να κάνουμε, αφού δεν έχουμε άλλον τρόπο να μας τακτοποιήσουμε σμπαραλιασμένους κι όπως πρέπει! Και τι σας νοιάζει άλλωστε; Σας ζητήσαμε χρήματα, σας επιβαρύναμε με επισκέψεις και κεράσματα, σας κρίναμε, σας πήραμε τη θέση στο Δημόσιο, σας κλέψαμε χωράφια, σας δείραμε, σας ζητήσαμε να παρέμβετε σε θέματα που αφορούν την οικογένεια, δεν ψηφίσαμε κατά συρροήν κι όλες τις κυβερνήσεις σας, δεν είμαστε νομοταγείς;  Θα πρέπει, κύριοι, που όλο και κάτι θα κρυφολέτε πίσω από τις πλάτες μας,  γιατί σας ξέρω, να είμαστε μέγα υπόδειγμα για σας που έχουμε διευθετήσει τα θέματα των μνημοσύνων τόσο ευπρεπώς, και μάλιστα διακριτικά  στο σπίτι … στο  σπίτι  μας, ακούτε; Εμείς δεν κυκλοφορούμε όπως κι όπως μες στους δρόμους, ούτε άστεγοι είμαστε ούτε φτωχοί ούτε μετανάστες ούτε τύποι φασαριόζοι. Μήπως ο παππούς σας ενοχλεί; Απαντήστε!

_John_Atkinson_Lovers_in_a_wood_by_moonlight_1873_oil_on_card-largeΜόνον η μητέρα συχνάζει στις περιφορές των επιταφίων και των εικόνων, αλλά ευπρεπώς και οπωσδήποτε μας αντιπροσωπεύει σε θέματα πίστεως και αρχών μ’ όλη τη σοβαρότητα και την αγχίνοια που έχει εδραιώσει παγκοσμίως τις πίστεις αιώνων και τις προσωπικές μας πεποιθήσεις ως εκ τούτου. Είμαστε λαοφιλείς και δημοκράτες! Είμαστε βαθιά ευλαβείς κι ευγνώμονες σε ό, τι μας στεριώνει ηθικούς και ανεπηρέαστους από ρεύματα πρόσκαιρα κι επαναστατικά κινήματα. Μόνον τα φίδια αλλάζουνε τομάρι, όχι εμείς, κι αν μη τι άλλο, πρέπει να αποδεχθείτε την ευτολμία χαρακτήρος που μας διακρίνει, για να διατηρούμε το απαραίτητο ψυχικό σθένος, που εδραιώνει και την πνευματική μας καθαρότητα. Αντέχουμε, σμπαραλιασμένοι, αλλά αντέχουμε,  κι έτσι δεν συμμετέχουμε ούτε σε συνάξεις σε μπαρ, διαδηλώσεις με αμφίβολο πάντα αποτέλεσμα και, εν γένει, σε συγκεντρώσεις που προκαλούν κοινωνικούς ερεθισμούς και παρεξηγήσεις μεταξύ ανθρώπων, που στην ουσία δεν έχουν να χωρίσουν τίποτε, εάν πάρει κανείς τις αποστάσεις απ’ τον εαυτό του. Προς τι όλες αυτές οι φασαρίες; Είσαστε ηλίθιοι ή κερματοδέκτες αντιποίνων; Δεν είμαστε γκεστάπο να παρακολουθούμε τι γίνεται στον κόσμο ούτε πολεμοχαρείς, είμαστε ήπιοι κι εμείς και οι νεκροί μας, αφού ούτε καν νεκροταφείο, κύριοι, δεν ζητήσαμε, τους κρατήσαμε δίπλα μας, να μη  φορτώνουμε τον κόσμο μ’ άλλα απομεινάρια.  Είμαστε νοικοκύρηδες! Κι αυτό τα λέει όλα! Νοικοκύρηδες!

Δεν το περίμενα όμως, Λευκοθέα, να σε δω. Δεν φανταζόμουν να με συλλάβω τόσο ασπρόμαυρο να καταρρέω σκονισμένος από τα ροκανίδια της φιγούρας σου στη σκάλα υπηρεσίας, και, μάλιστα, την ώρα που ο παππούς δεν κάπνιζε τσιγάρο. Κάπως θα με προστάτευε λίγο ο καπνός του, ίσως και να με τύλιγαν τα δαχτυλίδια, να υψωνόμουν σαν τους παλιούς χαρταετούς μου, αμόλα καλούμπα, Ορέστη! ν’ αγγίξω το μάγουλό σου που ήταν βουτηγμένο στο σκοτάδι, να το ξεπλύνω, να σε δω ολόκληρη στο πλάι του, ολόλευκη. Έτσι, για χάρη κι εξαιτίας σου, απολύσαμε την Κάντια, και από τότε καταργήσαμε τη σκάλα υπηρεσίας, Λευκοθέα!

Πίνακες: John Atkinson

 

 

 

 

Tags: ,

Image

Ιφιγένεια Σιαφάκα, Πέντε ποιήματα (e-περιοδικό ΠΟΙΕΙΝ)

Ιφιγένεια Σιαφάκα, 5 ποιήματα (e-περιοδικό ΠΟΙΕΙΝ)

http://www.poiein.gr/archives/24410/index.html

Μετάlipsi (απόσπασμα)

.

1.

Η νύχτα κρημνίζεται έξω απ’ το παράθυρο με τον ήχο από εθελούσιες ψιχάλες ν’ αλυχτούν σε δρώμενα σκουριάς πάνω στα κάγκελα του μικρού μου φτωχικού Αιώnα στο μπαλκόνι Ορθώνομαι από τρόμο όραμα κοιμισμένο ανάσκελα σε πάπλωμα Χωρίς ν’ ακούω παρά μόνον έναν απόηχο από σένα Που συνορεύεις εκρηκτικά ενύπνια σε πράγματα, πράξεις, εξαγγελίες, ραμφίσματα αρχαγγέλων, συλλήψεις ηρωικές, αναρροφήσεις έρωτα Άσφαχτου ακόμη από τον ηδονικό νικέλινο σπασμό ενός φιλιού Που μ’ αραβουργήματα η Μνήμη τη γλώσσα κεντημένη πλημμυρίζει Όρθια σε Στύση Εκμαυλισμένη μες στην κόπωση Από τους μώλωπες μιας θείας κοινωνίας:

.

Πάνω σε κείνο ακριβώς το

lάβετε φάgετε

εντοπίστηκε η ατυχής

εκπυρσοκρότηση σarκίων

 .

.

Και στο επ’ ώμου ντραπήκαμε οικτρά για τα ωμά τα ερωτικά  τα κρεμασμένα απ’ τη λαβίδα του ιερέως Κι εκείνος μας λυπήθηκε Κι απελπισμένος κραύγαζε: Θεοί και Δαίμονες προσέλθετε εις τον Οίκον του Κυρίου με απλότητα Και με τις μαυροφορεμένες χήρες σας παρέα και τους κουτσουρεμένους σας πατέρες στα δεκανίκια της απόλαυσης μιας άπνοιας ερώτων Και με τα ψόφια αρσενικά ή θηλυκά ή κι ερμαφρόδιτα Που τρίβουν της οιμωγής τους το δοξάρι Κεντρίζοντας τη μέλισσα Που δεν περνά η μέλισσα έτσι όπωςτρέχουνε τα αιχμάλωτα μελλούμενα στο χαλασμένο σπόρι του καυλού σας Ή… (βροnτοφώναξε τόσο που ευνουχίστηκε η χορδή  τσιρίζοντας εξέγερση)Εάν δεν σας βαραίνει ο δρόμος σας Σύρτε με χαλινό οικόσιτο ως εδώ τους νιόβγαλτους βλαστούς σας:

 τα όσα Lιμασμένα από θηlή βλeμμα κι από τη hειραγώγηση ενός χαdιού σπαργανωμένου με φωnήεν σε αρχέgονα ερυθiματα Θα ψάllω εγώ για την ανάπαυση 

.

.

Dan Craig 20

.

.

Κι εμείς γυρίσαμε το βλeμμα ένα γύρω  έτσι αποκολλημένοι  απ’ τα δικά μας  σοmατa και στρεβλωμένοι εκτός των Όπως ανάλαφρες  μεμβράνες ο ένας μες στον άλλον Kι αναμασούσαμε εκστατικά μια χρυσοπράσινη παράνοια στην άκρη της λαβίδας Έτσι ρέαμε φως ανάμεσά μας Γιατί κανείς μας δεν μιλούσε καμιά γλώσσα γνωστή στην Οικουμένη Μόνον βουβοί στέργαμε να φλυαρούμε για τα παλιά μας χρόνια Που σ’ έρημους πλέον μαχαλάδες διαλαλούσαν αλαλαγμούς παράφορους για μιαν ασβεστωμένη ήττα πάνω σε πατίνια Πρόθυμη να εκτιναχθεί σε λίγο από σμπαραλιασμένα γόνατα Θρυψαλιασμένους αστραγάλους Στο εύθραυστο να γράψει σε πλάκα ιωδίου

διά το φiloνικείν εις τα οστά των

Που σε ελεύθερη μετάφραση εμβρυακών ασμάτων σημαίνει πως τούτη η εύτολμη αθωότητα των παιδικών κραυγών Που κλαυθμηρίζανε τις μοίρες στα πλακόστρωτα Δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η άτεγκτη υπενθύμιση του ήλιου πως η φαιά ουσία αρμέγεται νωπή στον τοκετό των οδυνών μέσα στην κούφια σύριγγα του ανθρώpου

.

.

.

Ιφιγένεια Σιαφάκα, 5 ποιήματα (e-περιοδικό ΠΟΙΕΙΝ)

Τρις

.

Πέτρινους βρέχει πετεινούς 
με τα λειριά τους πνίγονται
αίνιγμα πορφυρό στα χείλη
ναυαγισμένων ποιητών
κι ούτε κανείς γνωρίζει
πότε τρις θα λαλήσουν πλέον
 
 

Συνοπτικές διαδικασίες

.

                            Στους δασκάλους που μίσησα

.

Κουτσουρεμένο κρανίο
ως τον αστράγαλο
μασουλάει τη γλώσσα
με τις λάμες των οστών του
γδέρνει τη ράχη της ψυχής
που η λέξη ανατινάζει 
Η ιδέα χλιμιντρά
κόβει το  λώρο
και προδίδει την αρχή της —
Ένας αυτόχειρας χασάπης
 
.
 
Dan craig 6 
 
 

            Μονοσάνδαλος

.

 
Ο νεκρός ταράσσεται απ’ το θόρυβο
που μια μικρή πυγολαμπίδα
στην αποσύνθεση αναδεύει
είτε από έλλειψη πίστης
στην απώλεια
είτε από υπερβολική ελπίδα
στην επιστροφή του απωθημένου
Ύστερα ορθώνεται
την κάσα περιφέρει μονοσάνδαλος
εκλιπαρεί για το άλλο του σανδάλι
γονυπετής σ’ αστραφτερά νυστέρια
που ακονίζουνε τις γάγγραινες
 
 

Ρομαντικό

.

Βρέχει πανσέληνα μεδούλια
Στων πίλων τα κεφάλια απλωτές
Λερώνουν σελήνη στα παλτά
Κυανόχρωμος πορεύεσαι
Με τα παπούτσια σου στη χόβολη
στον κεντρικό υπόνομο
της πόλης εθεάθης
Έβαλα την ακτινογραφία σου
κορνίζα κι όταν κοιμήθηκα
είδα πως στο νεκροτομείο
έμπαινες με στάχτες μελιστάλακτος
ρωτούσες τον ιατροδικαστή
αν είσαι απόβρασμα ή πτώμα
 .

 Πίνακες: Daniel Craig

 

 

 

 

 

Tags: ,

Image

Στη μνήμη του Federico Garcia Lorca

Στη μνήμη του Federico Garcia Lorca

Kιθάρα

Αρχίζει ο θρήνος της κιθάρας
σπάζουν οι κούπες της αυγής.
Αρχίζει ο θρήνος της κιθάρας.
Δεν ωφελεί κι αν πεις να πάψει.
Δεν το μπορείς να πεις να πάψει.
Κλαίει, κλαίει μονότονα
όπως κλαίει το νερό
όπως κλαίει ο άνεμος
πάνω απ’ το χιόνι.
Άϊ κιθάρα, άϊ καρδιά
πληγωμένη,
πληγωμένη από πέντε λόγχες.

Federico Garcia Lorca

Απόδοση στα ελληνικά Β.Πετρή

.

Λόρκα: Η  εμμονή  του  θανάτου  συναντά τις εμμονές  της  πραγματικότητας

ή

“ δολοφονημένος  απ’  τον  ουρανό ”

Δολοφονημένος απ’ τον ουρανό.

Ανάμεσα  στα  οχήματα  που  παν ως  το  ερπετό

και  στα  σχήματα  που  ψάχνουνε το  κρύσταλλο,

θ’ αφήσω  να  μακρύνουν  τα  μαλλιά  μου.

Με  το  κουτσουρεμένο  δέντρο  που δεν  τραγουδά

και το  παιδί  με  το  λευκό  από  αυγό  πρόσωπο.

Με  τα ζωάκια που  έχουνε  σπασμένο  το  κεφάλι

και  το  νερό κουρελιασμένο  απ’  τα  ξερά τα  πόδια.

Με  όλα  εκείνα που  έχουνε  μια  κούραση  κωφάλαλη

και  μια  πνιγμένη  πεταλούδα  μες  στο  μελανοδοχείο.

Σκοντάφτοντας

στο  διαφορετικό  μου  πρόσωπο της κάθε  μέρας

Δολοφονημένος  απ’  τον  ουρανό!

“Επιστροφή  από  περίπατο” 6  Σεπτεμβρίου  1929. Federico Garcia Lorca,  Ποιητής στη  Νέα  Υόρκη, μτφρ: Βασίλης Λαλιώτης, εκδόσεις  Σμίλη, Αθήνα  1993.

.

Ο  Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, από  τους  μεγαλύτερους  ποιητές  και  θεατρικούς  συγγραφείς του 20oύ αιώνα, γεννήθηκε το 1898 στο Φουέντε  Βακέρος, ένα μικρό χωριό της  Ανδαλουσίας, και  δολοφονήθηκε  στις 18  Αύγουστο του 1936 από τους οπαδούς του Φράνκο. Ο πατέρας του ήταν πλούσιος κτηματίας της  περιοχής και η  μητέρα του δασκάλα, από  την οποία  ο Φεδερίκο  έμαθε  τα  πρώτα  του γράμματα. Στη  συνέχεια σπουδάζει  στη  Νομική  και  Φιλοσοφική  Σχολή  της  Γρανάδας, ασχολείται  με  τη  μουσική  (μαθαίνει πιάνο και κιθάρα) και  με  τη ζωγραφική.

.

federico H0046-L00423673

.

Θα σχετιστεί  με σπουδαίους καλλιτέχνες της εποχής (Νταλί, Ντε  Φάλια, Μπουνιουέλ, Γιλιέν κ.ά). Συνεργάστηκε  με τον Ντε Φάλια για τη διάσωση του κάντε χόντο — βαθύ τραγούδι που έχει τις ρίζες του στη μουσική των Ινδιών και που κουβάλησαν οι τσιγγάνοι μαζί τους και το οποίο  διαφοροποιείται  από το φλαμένκο, που  μορφοποιείται περίπου τον 18ο αι. Το 1928 ο Λόρκα θα γίνει  διάσημος με το Ρομανθέρο Χιτάνο (τσιγγάνικα τραγούδια, όπου προβάλλεται το ανδαλουσιανό στοιχείο). Θα κατηγορηθεί  από τον Νταλί και  τον Μπουνιουέλ για συμβατικότητα στη γραφή και για λυρισμό, ο οποίος επαναφέρει τα παρελθοντικά ποιητικά μοτίβα.  Αργότερα (1929) θα επισκεφτεί τις Η.Π.Α, όπου  θα διαμείνει εννέα μήνες,θα συνεχίσει το ποιητικό του έργο και θα δώσει διαλέξεις. Η συλλογή  Ποιητής στη Ν. Υόρκη είναι ένα  σχόλιο για  την  αποπνευματοποίηση και αποσύνθεση της μεγάλης πόλης, όπως επίσης και μία κοινωνική διαμαρτυρία. Χρησιμοποιείται η αυτόματη γραφή και το έργο του χαρακτηρίζεται συνήθως ως  υπερρεαλιστικό. Ύστερα από ένα σύντομο ταξίδι στην Κούβα (1930) θα  επιστρέψει στη Μαδρίτη και θα αναλάβει το πανεπιστημιακό θέατρο “Λα Μπαράκα”, δημιουργείται ένας  περιοδεύων φοιτητικός θίασος, ο  οποίος  παρουσιάζει  σε  ολόκληρη την Ισπανία θεατρικά  έργα της ισπανικής παράδοσης. Ταυτόχρονα ανεβάζονται έργα στην Ισπανία και δημοσιεύεται το ποιητικό του  έργο. Ως σκηνοθέτης θα ταξιδέψει στην Αργεντινή (1933), με έναν νεοσύστατο θίασο. Εκεί  θα ανεβάσει  το Ματωμένο  γάμο και άλλα  θεατρικά του  έργα. Το 1934  επιστρέφει  στην Ισπανία, όπου συνεχίζει  το  έργο  του έως και  τον  πρόωρο  θάνατό  του.

Έργα: α) ποίηση: Μπαλάντα της πλατεϊτσας, Ρομανθέρο Χιτάνο, Ποιητής στη Ν. Υόρκη κ.ά. β) θέατρο: Ματωμένος γάμος, Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα, Γέρμα, Η θαυμαστή μπαλωματού κ.ά.

.

.

Πίνακας: Μenchu Gamero

.

Τα πρώτα του χρόνια τα έζησε δίπλα στη φύση, στον  κάμπο  της Γρανάδας, γεγονός που  στιγματίζει  ολόκληρο  το  ποιητικό  και  το  θεατρικό  του  έργο:το ανδαλουσιανό τοπίο, ο χαρακτήρας και η κουλτούρα του περνούν με τη ζωντανή εικονοποιητική τους ανάπλαση στο έργο του Λόρκα. Επαναλαμβανόμενα μοτίβα όπως αυτά του φεγγαριού και του χιονιού, της φυσικής ζωής του κάμπου (λουλούδια, φυτά, ζώα, ποτάμια),των αυστηρών ηθών που θυμίζουν αρκετά παλαιότερα ήθη και της ελληνικής κοινωνίας, του έρωτα και του πάθους, των ηλιοκαμμένων αντρών με τα λευκά πουκάμισα, των κοριτσιών με τα πολύχρωμα ή κατάμαυρα πένθιμα φουστάνια, την αυστηρή σπανιόλικη ηθική και τα κρυμμένα πάθη, τους ήχους του ανέμου, της θάλασσας που συναντιούνται με τους ρυθμούς  του flamenco, τους καλπασμούς των αλόγων,τους αλαλαγμούς των πανηγυριών και τις κραυγές των βεντετών, το μέτρημα του χρόνου στο λιοπύρι ή στην ανδαλουσιανή νύχτα και τέλος το μαχαίρι και ο θάνατος. Ο θάνατος καταδυναστεύει όλο το έργο του Λόρκα, όπως καταδυνάστευε την ίδια τη ζωή του. Επαναλαμβάνεται είτε μέσα από περισσότερο συμβολικούς δρόμους και υπερρεαλιστικά σχήματα,όπως κυρίως στη συλλογή “Ποιητής στη Νέα Υόρκη”, είτε με τη ρεαλιστική  περιγραφή και  δραματοποίηση, όπως στα  περισσότερα  θεατρικά του έργα. Όπως και  νά ’χει,  εκείνο  που  διακρίνει  το  έργο  του  Λόρκα είναι το  έντονο  λυρικό στοιχείο, οι εκπληκτικές εικονοποιήσεις, το πάθος και το συγκινησιακό φορτίο που κουβαλούν οι λέξεις και  διαχέουν οι ήχοι και η  μουσικότητα της γλώσσας του, οι συλλήψεις του κόσμου του, που είναι πρώτιστα εξακτινώσεις των  αισθήσεων. Ο Λόρκα είναι  η  Ισπανία και  το  ντουέντε  της…Ο ίδιος  λέει: “Η  Ισπανία καίγεται αδιάκοπα απ’ το ντουέντε! Γιατί είναι μια χώρα  αρχαίας  μουσικής  και  αρχαίου  χορού, όπου  το  ντουέντε  στίβει λεμόνι από  ξημέρωμα. Μια  χώρα  θανάτου, μια χώρα  ανοιχτή  στο  θάνατο.” (Φεντερίκο Γκαρθία  Λόρκα, Ντουέντε, μτφρ: Ολυμπία Καράγιωργα, εκδόσεις “ Εστία ”, Αθήνα  1998).

Η δολοφονία του Λόρκα

Η φιγούρα του Λόρκα είναι  μελαγχολική, ο ίδιος ποτέ  δεν  μπόρεσε  να  συμβιβαστεί με  την αυστηρή  ηθική της εποχής του, η ομοφυλοφιλία του – ακόμη και  σήμερα στην Ισπανία τείνει στο να  αποσιωπάται σε συνδυασμό  με τις πολιτικές του  θέσεις  και  τον  τρόπο  της δολοφονίας  του. Το  γεγονός σχολιάστηκε έντονα  από  τον  ξένο  τύπο  κατά  τις  εκδηλώσεις,  που  έγιναν το 1998 στην Ισπανία, για τα  εκατό χρόνια από τη γέννηση του  Λόρκα- υπήρξε  παράγοντας που  συχνά  τον  έφερε  σε  σύγκρουση και του δημιούργησε προβλήματα. Ακούγεται και η άποψη ότι ο ποιητής δε  δολοφονήθηκε μόνο γιατί  ήταν κομμουνιστής, αλλά και γιατί υπήρξε  ομοφυλόφιλος. Πολλοί το  συνδυάζουν με κάποιες πληροφορίες σχετικές με την ώρα της δολοφονίας και με το γεγονός ότι ο Λόρκα δολοφονήθηκε πισώπλατα. Λέγεται  ότι  το  ποίημα “Ρομάντσα της ισπανικής πολιτοφυλακής” υπήρξε  η  αιτία της δολοφονίας του (Μαύρα τ’ άλογά τους είναι./Και τα πέταλά τους μαύρα./Πάνω στις κάπες τους γυαλίζουν/κεριού και  μελανιού  λεκέδες.[ ] Μα η Χωροφυλακή/ προχωράει σπέρνοντας φλόγες,/όπου πια γυμνή και νέα καίγεται η φαντασία./Η Ρόσα δε  λος  Καμπόριος,/κλαίει  στην πόρτα καθισμένη/ με τα  δυο  στήθη  κομμένα/και  βαλμένα σ’ ένα δίσκο./Κι άλλα τρέχανε κορίτσια/να τ’ακολουθάν χωρίστρες/σ’ έναν αέρα όπου σκάγαν/ρόδα από  μπαρούτι  μαύρο..)5

Ο Λόρκα πάντως δεν αναμείχθηκε ενεργά στην πολιτική, η στρατευμένη τέχνη  ήταν κάτι εξάλλου που όπως δήλωνε  δεν τον  αφορούσε. Ο  ίδιος δηλώνει για  τα  πολιτικά  του  φρονήματα:“ Πιστεύω πως, επειδή είμαι γραναδίνος, έχω την τάση να νιώθω  συμπάθεια για τους κατατρεγμένους: τον τσιγγάνο, το  μαύρο, τον εβραίο, το μαυριτανό· που  τους  κουβαλούμε  μέσα  μας ”(1931).6Ένα μήνα πριν από το θάνατό του έλεγε  στον ποιητή  Ντάμασο  Αλόνσο “Δε θα γίνω ποτέ  πολιτικοποιημένος. Είμαι επαναστάτης, γιατί  δεν  υπάρχουν  αληθινοί  ποιητές που να μην είναι  επαναστάτες. Δε συμφωνείς; Αλλά να γίνω πολιτικοποιημένος; Ποτέ !” 7. Το ίδιο διάστημα δήλωνε μεταξύ άλλων σε κάποιον δημοσιογράφο για το περιβόητο ποίημα:“ …Έλαβα πρόσφατα μια δικαστική  κλήση, κι  έμεινα κατάπληκτος. Γιατί όσο και να προσπάθησα  να  θυμηθώ,  δε  βρήκα  καμιάν  εξήγηση, μήτε  μπόρεσα να φανταστώ τι τρέχει. Πήγα λοιπόν στο  δικαστήριο, και  ξέρεις τι  μου  είπαν; Ούτε  λίγο ούτε  πολύ, ένας – κάποιος κύριος απ’ την Ταραγόνα, που μου είναι τελείως άγνωστος, μου έκανε  μήνυση  για τη Ρομάνθε της Ισπανικής Χωροφυλακής, που είχα δημοσιεύσει πριν από οχτώ χρόνια στο Ρομανθέρο Χιτάνο!…Φυσικά, εξήγησα με πολλές λεπτομέρειες στον εισαγγελέα το θέμα  της ρομάνθε, τις ιδέες μου για τη Χωροφυλακή, την ποίηση, τις ποιητικές εικόνες, το σουρεαλισμό, τη λογοτεχνία και δε συμμαζεύεται. Ήταν πολύ ξύπνιος ο άνθρωπος, και φυσικά  έμεινε  ικανοποιημένος”.8

Δολοφονήθηκε στις 19/8/1936. Μαζί με ένα κουτσό δάσκαλο,το γιο του και δύο άσημους ταυρομάχους…“Το έγκλημα έγινε κάπου διακόσια μέτρα μακριά από μια παράξενη  πηγή  με παγωμένο αναβράζον νερό που σήμερα αποτελεί τουριστικό αξιοθέατο και που οι Ισπανοί το ονομάζουν Φουέντε Γκράντε, δηλαδή Μεγάλη Πηγή, ενώ οι Άραβες στον καιρό τους την ονόμαζαν Αϊναδαμάρ, δηλαδή Πηγή των Δακρύων.”( Νίκος Γκάτσος).9 H επίσημη εκδοχή της δολοφονίας του  Λόρκα  είναι “τραυματισμός σε εμπόλεμη  κατάσταση ”…

http://www.scribd.com/doc/35416685/%CE%A6%CE%B5%CE%B4%CE%B5%CF%81%CE%AF%CE%BA%CE%BF-%CE%93%CE%BA-%CE%9B%CF%8C%CF%81%CE%BA%CE%B1-%CE%9D%CF%84%CE%BF%CF%85%CE%AD%CE%BD%CF%84%CE%B5

.

.

.

.

 

Ιφιγένεια Σιαφάκα, Μια ματιά στη νεότερη ευρωπαϊκή λογοτεχνία, εκδόσεις Γρηγόρη, 2000

.

Federico Garcia Lorca sc san

Πίνακας: Rinaldo Hopf

.

Ιωσήφ Μπρόντσκι, Ο ορισμός της ποίησης

(Μτφρ: Δημήτρης B. Τριανταφυλλίδης)

http://samizdatproject.blogspot.gr/2011/12/blog-post_27.html

στη μνήμη του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα

Υπάρχει ο θρύλος, σύμφωνα με τον οποίο πριν την εκτέλεση

είδε τον ήλιο να υψώνεται  πίσω από το κεφάλι του στρατιώτη

Και τότε είπε:

– Παρόλα αυτά ο ήλιος ανατέλλει…

Πιθανόν αυτή να ήταν η αρχής του ποιήματος/

Να θυμάσαι τα τοπία

πίσω από τα παράθυρα των δωματίων των γυναικών,

πίσω από τα παράθυρα στα διαμερίσματα των συγγενών,

πίσω από τα γραφεία των συνεργατών.

Να θυμάσαι τα τοπία

πίσω από τους τάφους των ομοϊδεατών.

Να θυμάσαι

πόσο αργά πέφτει το χιόνι,

όταν μας καλεί ο έρωτας.

Να θυμάσαι τον ουρανό,

που απλώνεται πάνω στην υγρή άσφαλτο,

όταν μας θυμίζουν την αγάπη προς τον πλησίον.

Να θυμάσαι

πως σέρνονται πάνω στο τζάμι οι θολές σταλαγματιές της βροχής,

παραμορφώνοντας τις αναλογίες των κτιρίων,

όταν μας εξηγούν τι πρέπει να κάνουμε.

Να θυμάσαι

πως πάνω απ’ την αφιλόξενη γη

σβήνει τα τελευταία απλωμένα χέρια

ο σταυρός.

Μια φεγγαρόλουστη νύχτα

να θυμηθείς την μεγάλη σκιά,

που έπεφτε από ένα δέντρο ή έναν άνθρωπο.

Μια φεγγαρόλουστη νύχτα

θα θυμηθείς τα μεγάλα κύματα του ποταμού,

που λάμπουν θαρρείς κι είναι πτυχές φορεμένου παντελονιού.

Και την αυγή,

θα θυμηθείς τον δρόμο,

από τον οποίο θα σε οδηγήσουν οι φρουροί.

Να θυμηθείς

πως ανατέλλει ο ήλιος

πάνω από τους ξένους σβέρκους των φρουρών.

1959

.

federico 1185186_10151813701072369_336274111_n

.

Στέλλα Ουράνια Δούμου, Στη μνήμη του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα


σιδερένιες οι μέλισσες
που πλαγιάσαν στο αίμα βουίζοντας θάνατο.
κορμί σιωπηλό τις αγκάλιασε.
το άγνωστο χώμα βύζαξε
άπληστα
τον Τσιγγάνο-Νεκρό
και από τότε
μέλι ξερνάει και σίδερο.
μόνο η νύχτα το ξέρει.
φαγωμένη σελίδα
η Γρανάδα
στη σιωπή την απώτατη κάηκε
και στραβώσαν οι ρίζες του κόσμου.
μα το είπες: «στη στάχτη ωριμάζει ο καρπός του ντουέντε»

.

.

2.

Έτσι οι φίλοι μας  ντόπιοι και ξένοι, γνωστοί και άγνωστοι, με άλλο χρώμα από το φυσικό μας, άλλους ντουνιάδες με προορισμό να κατοικούν ή να εξαλείφονται και άλλα πλυμένα ενδύματα άπλυτα εν οίκω ή εν δήμω πουλημένα, με ήθη διάφορα στην υπνοβασία

και στην παρασκευή κόκκινης σάλτσας ή λαχανικών για τα βραστά, με ρίγες χοντρές λεπτές ξεθωριασμένες στα σώβρακα και μ’ άλλο υλικό (μεταξωτό ή φτηνοτσίτι) να ντύνουνε τα μαξιλάρια και

τις νύφες, με προτιμήσεις άλλες στους βλαστούς και στους καρπούς μες στα δοχεία στο σαλόνι ή στο μπάνιο, με βλέψεις λίγο έως πολύ

μεγαλεπήβολες και τολμηρές στην ποιητική επούλωση του κόσμου

 

λοι, όμως, οι φίλοι, μηδενός εξαιρουμένου απαγχονίστηκαν στο τελευταίο γράμμα ατενίζοντας το μέλλον της τελείας  

 

Και με φτωχό ή μεγαλορρήμον ευχολόγιο υπέρ της της ανοησίας αναπαύσεως στις κάσες αγχινοίας στις κηδείες Με άλλη εφεύρεση ξυρίσματος των παρειών ή του αιδοίου ή απολέπισης των ηθικώνν οχλήσεων Με άλλα οξύμωρα ωριμότητας Μεταφορές του απωθημένου Μετωνυμίες Που με την αρωγή τους προήγαγαν το έλασσον σε κρείσσον Για να εξεγερθούν ασύλληπτες οι φράσεις — ένα απλούστατο παράδειγμα σας δίνω:

 

δυο παραμάνες, σαν μπαντερίγιες σφηνωμένες, στο δεξιό αυτί ενός πορτοκαλιού δεινόσαυρου Αυλαία Αυτός σφαδάζει Αυλαία Αρμέγει μια γελάδα κάθε που ακούγεται ένας τουφεκισμός από Γκουέρνικα και πυρακτώνει το νίκελ στους αθίγγανους μαστούς του Φεδερίκο

 

Διάλειμμα Οι παραμάνες τα βράδια μετατρέπονται όταν κοιμούνται όλοι  σε αυτί Και το αυτί τρομάζει από χαρά Kαι μεταλλάσσεται αμέσως σε δεινόσαυρο Αυλαία— Έτσι αντιλαμβανόμαστε πάρα πολύ καλά ότι οι παραμάνες βρίσκονται εκεί για να προϊστορήσουν  όλα τα τσιμπήματα ασφάλειας  στα ζώα Ναι Όλοι το καταλάβαμε αυτό

Ουαί  Κι αν όχι Δεν πειράζει Από το ακατάληπτο προέρχεται η σοφία  Μπορούμε να μας συγχωρήσουμε έτσι πανέμορφους με αχυρένιο φωτοστέφανο και τους πορτοκαλιούς δεινόσαυρους στα χείλη και με αυτό το μεγαλειώδες σε καρέ σχηματισμούς χωνάκι από

σοκολατένια άγνοια που λιώνει στα ατσαλάκωτα λινάρια

γιατί έτσι είναι Αυτό : Γενναιοδωρεί εκρήξεις ηδονής και στο χυδαίο ακόμη Για να ορθώνει απ’ το μηδ/έν  το    έν  α

 

Ιφιγένεια Σιαφάκα, Μετάlipsi (απόσπασμα)

.

.

FEDERICO menchu-gamero-artwork-large-96578

 

Πίνακας: Μenchu Gamero

.

 


5 Οδός  Πανός (Νο 99-100), Σεπτέμβριος – Δεκέμβριος  1998, αφιέρωμα  Φεδερίκο Γκαρθία  Λόρκα.(Απόδοση:Β. Λαλιώτης).

6 Φεδερίκο  Γκαρθία  Λόρκα, Τσιγγάνικα Τραγούδια, Απόδοση  και  σημειώσεις: Αργύρης Ευστρατιάδης, εκδόσεις  Καστανιώτη, Αθήνα  1998.

7 Ό. π.

8 Ό. π.

9 Φεδερίκο Γκαρθία  Λόρκα, Θέατρο και Ποίηση, ελληνική  απόδοση:Ν. Γκάτσου, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα  1994.

 

 
Image

Χρώμα του α

Χρώμα του α

.

Χρώμα του α

Στριφογυρνώ στο κιούπι

Με το γράμμα

Και καλουπώνω στίξεις

Να σε ορθώσω Άνθρωπο

Μην πέσεις!

http://greekpoetics.blogspot.gr/2013/08/blog-post_8.html


 

Tags: ,

Image

Σιέστα

Catherine DUCREUX 813

Έτσι εξαργυρώνονται

κατάκοιτα νοήματα

υπέργηρα

σε σιέστα νουθεσίας:

ένας τριγμός ατσάλινος

και η καταβύθιση

στο λήθαργο του τέλους.

Πίνακας: Catherine Ducreux

.