.
«Αχ, ποτέ δεν έπρεπε να ξυπνήσω τόσο απότομα. Τούτη η εικόνα μου θα είχε επιστρέψει στην πυκνή φυλακή των οστών και της σάρκας. Αν έπρεπε να πεθάνω, θα είχαμε πεθάνει μαζί, χωρίς να υποστούμε αυτήν τη διάσπαση, το εύρος της οποίας δεν μπορώ να υπολογίσω… Η ζωή είναι ο χρόνος! Γιατί σφυροκοπά στο μυαλό μου αυτή η ιδέα; Η ζωή είναι ο χρόνος! Όμως αυτός ο δικός μου τωρινός χρόνος είναι πιο φρικτός κι από κάθε θάνατο. Είναι συνειδητός θάνατος, σαν να παρευρίσκομαι ως μάρτυρας της αποσύνθεσής μου από το προσκέφαλο ενός τερατώδους κρεβατιού…»
Και η ορχήστρα της αυγής συγχρόνιζε σιγά σιγά τα χάλκινα πνευστά της.
«Εκεί απέμεινα απόλυτο κενό. Εδώ είμαι ζωντανός χρόνος, θρυμματίστηκαν τα πλαίσια της πραγματικότητας! Το πτώμα μου υφίσταται, δεν αισθάνομαι πλέον τίποτα, ενώ εγώ μόλις που προσεγγίζω τη φρίκη της ανυπαρξίας μου, χρόνος αγνός που δεν μπορεί να ενταχθεί σε καμία φόρμα, φάντασμα που η αυγή θα το απογυμνώσει μπροστά στα ζοφερά μάτια των ανθρώπων…»
«Και είχε σχεδόν ξημερώσει.»
«Είμαι ορατός; Είμαι αόρατος; Η γιαγιά μου μίλησε, με χάιδεψε. Όμως ο καθρέφτης αρνήθηκε να μου επιστρέψει την εικόνα μου, παρέμεινε αμετάβλητος. Ποιος είμαι; Τι τέλος θα λάβει η απαίσια αυτή κωμωδία;»
Συνειδητοποίησα πως βρισκόμουν ξανά μπροστά στην είσοδο του σπιτιού. Το διαπεραστικό λάλημα του πετεινού με έλουσε με την αγωνία της αμεσότητας. Ήταν η ώρα που η γιαγιά μου έφερνε το πρωινό. Η εκκλησία στόχευε τα πρώτα της βέλη στον ουρανό, η ώρα που η γιαγιά θα έμπαινε στο δωμάτιο και θα με έβρισκε νεκρό. Κι εγώ, κοκαλωμένος στον δρόμο, θα άκουγα το ουρλιαχτό, τα πρώτα τρεχαλητά, τις άφατες κραυγές της ολοκληρωτικής αποκάλυψης.
Julio Cortasar, Η επιστροφή της νύχτας, από τη συλλογή H αντίπερα όχθη, σελ. 66, μετφρ: Σπύρος Μαυρίδης, Εκδόσεις Bibliothèque, 2015
Artwork: Odilon Redon