.
Είχε έναν δικό της τρόπο να διασχίζει τη νύχτα
.
όταν γυρνούσε σπίτι ξημερώματα
με αλειμμένες τις παλάμες μαύρο φως κι αρχαίο χιόνι
στίλβωνε με μικρούς οργασμούς το πρωινό κελάηδημα των πουλιών
ύστερα έβγαζε τη μάσκα της άγριας ομορφιάς
γινόταν καθημερινή νοικοκυρά
έψηνε κουλουράκια, τα δάχτυλά της έψηνε
στον φούρνο την καρδιά της όσο να ροδίσει
δάκρυα αφυδάτωνε χυμούς
ένα βράδυ μπήκε μέσα του ολόκληρη
.
τέφρα
.
μάταια την περίμεναν όλη τη νύχτα θηρία ανήμερα του σκότους
να τα δαμάσει, να μπήξει στο κορμί τα δόντια της
να κομματιάσει το κενό τους
μάταια την άλλη μέρα τα πουλιά στα ράμφη τους να ψιθυρίσει στίχους.
.