RSS

Έλσα Κορνέτη, Το ρόδο της ακτής

13 Feb

.

Έλεγαν ότι είχε μια θυελλώδη καρδιά. Ότι η καρδιά του άρρυθμα χτυπούσε. Έλεγαν ότι το χνούδι της άτακτης ζωής του ύψωνε ολόγυρα λόφους ροδοπέταλα. Αυτός έλεγε κάθε φορά που έπιανε την πέννα φτερό ότι έβλεπε παραδείσια πουλιά να τρυπώνουν μέσα στη φόδρα της ρεντιγκότας του κι ότι συχνά η πορφυρή μεμβράνη του ανάγλυφου υφάσματος αναρριγούσε. Δεν ήξερε αν ήταν κάτι μαγικό ή καταραμένο, αλλά ήταν σίγουρος, ότι από μικρός άκουγε την αναπνοή και το καρδιοχτύπι των λέξεων, και αυτές αντηχούσαν μ’ ένα παράξενο κουδούνισμα στο κεφάλι του. Εκεί μέσα σε κρυφές σπηλιές συσσωρεύονταν κι επωάζονταν μυριάδες. Ώσπου κάποτε σαν χείμαρρος ξεχύθηκαν από τα μάτια, το στόμα, τα αυτιά του. Λέξεις ηχηρές, μελωδικές σαν χορωδίες. Κι αυτός, μισοπνιγμένος όπως ήταν, δεν ήξερε τι να κάνει με δαύτες. Ο καλοκαιρινός ουρανός είχε το χρώμα της ιδανικής χώρας. Η ιδανική χώρα όμως είναι μια ψευδαισθητική κατασκευή. Ένας άνθρωπος ζει μια συναρπαστική ζωή, κι έπειτα η ζωή έχει περάσει. Αυτός, ο πνιγμένος, κείτονταν στην αμμουδιά σιωπηλός σαν βυθός. Αυτή, η αιώνια αγαπημένη, στεκόταν με λίγους φίλους πνιγμένη στα δάκρυα. Μέσα στη θαλασσοταραχή, με τελική πορεία το Λιβόρνο, το σκαρί έσπασε στα δύο, η περιδίνησή του στην ανταριασμένη θάλασσα τον βύθισε κατακόρυφα, κι έπειτα τον εκσφενδόνισε στην κόψη των κυμάτων σαν να ήταν βέλος. Οι πνεύμονές του δεν γέμιζαν πια με λέξεις αλλά με νερό.  Ένας φάκελος δερματόδετος άνοιξε, και τα ποιήματα έχασαν τον αρχικό τους προορισμό – σκόρπισαν μέσα στις μαύρες τρικυμισμένες μπούκλες του θανάτου.  Άνθος πληγή ή πληγή άνθος;

.

.

Στεκόταν αναποφάσιστη εκεί επάνω στη ρωγμή του κόσμου, εκεί όπου η ψυχή έσπασε, κι ένα πνεύμα πέταξε αφήνοντας πίσω ένα σώμα άκαμπτο και βρεγμένο. Ένα σώμα που περιείχε ακόμα κάτι πολύτιμο, μοναδικό σαν δακτυλικό αποτύπωμα. Φουσκωτό σαν γροθιά, έχασκε στη γυμνότητά του, παραγεμισμένο μ’ ένα στριμωγμένο ορμητικό ποτάμι στο πάθος της παραφοράς, με τη θεϊκή τρέλα του ακατανόητου, με αγάπες ζοφερές και ποικιλόχρωμους πόνους, κυρίως αυτούς. Όπως αριστοτεχνικά έκοψε κι έραψε με κλωστές τον τερατώδη ήρωά της, ήξερε αριστοτεχνικά ν’ αφαιρέσει εκείνο το τελευταίο, το τέλειο ίχνος, το σάρκινο ρολόι που τον κατοικούσε. Το κόκκινο σύμβολο του ρομαντισμού βγήκε από μέσα του ορθάνοιχτο σαν τεντωμένο αυτί, σαν άγριο μάτι. Τώρα, ό,τι απέμεινε από αυτόν κείτεται εκεί στο ξύλινο γραφείο της συγγραφής, όπου την συντροφεύει για να ζει, για να δημιουργεί, μακριά από τον θόρυβο του κόσμου.  Μέσα σε γκρίζα σύννεφα, μέσα σε ύπνου στάχτες, σε έναν πένθιμο πύργο που ολοένα ψηλώνει, οι νυχτερίδες φράζουν με τα αγκυλωτά φτερά τους τα παράθυρα. Ένας επίμονος κτύπος στο τζάμι και το μεγαλύτερο κλαδί του θαλασσόδεντρου που λικνίζεται στον ψυχρό αέρα ανοίγει σαν ξύλινο χέρι τα παραθυρόφυλλα αιφνιδιαστικά, σκορπίζοντας τις νυχτερίδες μακριά. Το κλαδί μ’ ένα ακαριαίο τρίξιμο ξεδιπλώνεται, ορμά στο δωμάτιο της, αρχίζει ακατάπαυστα να διακλαδίζεται και να μακραίνει.

.

.

Σκουριασμένα κλειδιά και χρυσά κουμπιά ξεφυτρώνουν στη θέση των φύλλων από παντού, τα μικρότερα κλαδιά σαν πράσινα πλοκάμια ελίσσονται, μακραίνουν, σκαλώνουν στα μαλλιά της οικοδέσποινας και την ανασηκώνουν ψηλά κρατώντας την μετέωρη. Το φανταστικό θαλασσόδεντρο κυριεύει το δωμάτιο. Ο κόσμος δονείται. Σε ένα φανταστικό λεπτό ενός φανταστικού κόσμου, συντονισμένες στους κραδασμούς του οι ευγενικές ψυχές στροβιλίζονται. Τότε η καρδιά αρχίζει να πάλλεται. Η βαλσαμωμένη καρδιά κτυπάει ξανά μέσα στο γυάλινο δοχείο της φορμόλης. Η καρδιά κτυπάει σαν ν’ ασφυκτιά κλεισμένη στο συρτάρι. Ο παράφορος πύργος αναποδογυρίζει σαν κλεψύδρα, και τότε τ’ άγρια τριαντάφυλλα του περίβολου αναρριχώνται στον ουρανό. Μεθυσμένα στο νέκταρ πουλιά ξεκλειδώνουν με τα ράμφη τους τις κλειδωνιές κι αυτή αρχίζει να βλέπει και πάλι αρωματικά όνειρα σε μια στιγμή τέλειας ομορφιάς όπου όλα ενώνονται. Διαβάζοντας ρυθμικά τους στίχους του, η καρδιά του ποιητή στο συρτάρι του γραφείου της ξέφρενα φτεροκοπά. Κάποτε η καρδιά συρρικνώνεται, αλλάζει όψη.

.

.

Ένα κομμάτι ξεφούσκωτο πετσί πετά αγκάθια κι ένα μπουμπούκι. Το μπουμπούκι άνθισε και το πορφυρό του χρώμα πλημμύρισε το δωμάτιο. Δεν είναι πια μόνη. Η τερατώδης παλάμη του τερατώδους ήρωά της, ραμμένη με διαφορετικές κλωστές και δέρματα, της κρατά σφιχτά το χέρι. Μετά τη φανταστική του επιδρομή το φανταστικό θαλασσόδεντρο υποχωρεί. Μαζεύει, συρρικνώνει τα ατίθασα φρέσκα κλωνάρια του και ακινητοποιείται στο πραγματικό δέντρο που ήταν, στην αρχική του μορφή, στην αρχική αγέρωχή του θέση, στην ανατολική μεριά του κήπου, εκεί όπου γίνεται ορατό, σχεδόν απτό από το παράθυρο του γραφείου. Στεφανωμένη με ένα λεπτοδουλεμένο στεφάνι από σφιχτοδεμένα κλαράκια και φύλλα ιερής βελανιδιάς, η Μαίρη Σέλλεϋ με τις τσέπες της γεμάτες κουμπιά και κλειδιά ξέρει. Κουμπώνοντας μια πληγή ξεκλειδώνει ένα άνθος.

Artwork: Maggie Taylor

 

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

 
%d bloggers like this: