.
Κάθισε άνετος στο αντικρινό
κλαδί και με κοιτούσε
σφυρίζοντας αδιάφορα, ώσπου
δε βάσταξα, καλά
του λέω, είσαι σίγουρος
πως είσαι κότσυφας; και βέβαια
μου απαντάει ατάραχος, κότσυφας
κερομύτης; επιμένω
δε βλέπεις, δεν ακούς; ρωτάει
με τη σειρά του, και καλά
τον αποπαίρνω, δε φοβάσαι
να μην τραβήξω δίκαννο, ή έστω
σφεντόνα παιδική; δε γίνονται
αυτά, ποτέ
δεν έχουν γίνει, απτόητος
με καθησυχάζει, άντε τώρα
να διδάξεις
τον κότσυφα Ιστορία, όμως
.