VI
Προσκυνητής στα νεκροταφεία των λαθών
που τα ‘λεγε πλούτη.
Ρόμβος ακλόνητος και πεισματάρης
στους παραληρηματικούς κύκλους της ζωής.
Υποτονθορύζοντας τη συσκότιση του τυχαίου
σχεδόν ως ευλογία
Υποδεχόμενος τους κόντρα ανέμους
με δάνειες προσευχές και με ζεμπέκικα βαριά.
Παράχορδος τόσο πολύ καθώς κοιτούσε στα μάτια το κακό
που ήθελες κατεπειγόντως να τον κάνεις φίλο κι αδερφό.
Αν η τροχαλία της συνήθειας δεν τον κονιορτοποιούσε
κατακρημνίζοντάς τον αίφνης στο λεκιασμένο τεφτέρι
του μαυραγορίτη,
εάν η χαρακτική των χαρισμάτων του
δεν στρεφόταν με τέτοιο μένος στο καθαρό του βλέμμα
ήταν βέβαιο πως θα γινόταν άγαλμα
που με χέρι απλωμένο παντοτινά
θα τάιζε τις αγρύπνιες μας ανελλιπώς.
Αγάπησε.
Αγάπησε πολύ, παντού κατάγματα.
Οι ιαχές του μοιραίου πάνω του
ουδέποτε εισπράξανε τον αντίλαλο τους
ως έξαλλο πανηγυρισμό.
Ετάφη ταυτόχρονα
σε πολλά γυναικεία σώματα
και στο μικρό κηπάκι του, των καχεκτικών ρόδων εραστής.
Πίνουν νερό στο όνομα του πλέον
όσοι να τον δικάσουν βιάστηκαν.
Όμως αυτός διψά ακόμη.
Ο ίσκιος του τριγυρνάει στα ξέφραγα αμπέλια μας
και μας χλευάζει τρώγοντας τους ώριμους ροδίτες.
Της ευγένειας ανήμερο θεριό.
.
.
VIII
Ωγυγία για λίγο, Ωγυγία για πάντα, Φεδερίκο.
Η καρδιά σου χτυπάει παντού.
Ραγίζει η δήθεν αντισεισμική σιωπή μας .
Κρεπάρει.
Φοβερός ο τρόπος της αγάπης σου.
Το ματωμένο σου πουκάμισο
υψώθηκε σαν φλόγα
κι έσβησε την κίτρινη βροχή – τη λάσπη.
Κι ωστόσο πάλι δειλιάσαμε.
Τώρα περπατάς ανάμεσα στις λεύκες,
δεν εμπιστεύεσαι πια τις λέξεις,
η ποίηση σου είναι ετούτη η ομίχλη
που μιλάει με στεναγμούς,
το στόμα της που δεν έχει ηλικία
αλλά μαντεύει με ακρίβεια τις ηλικίες
ολονών μας.
Ο αέρας υπνοβατεί μαζί σου
ανάμεσα σε άδειες κλεψύδρες.
Σε ψάχνουμε και θα σε ψάχνουμε για καιρό ακόμη
γιατί οι πρωτοχρονιές των ποιημάτων σου
παιδεύουν το μόνο καθαρό κομμάτι της ζωής μας,
την αφέλεια μας,
και δεν μας αφήνουν να μάθουμε ποιοι είμαστε.
Η φωνή σου κατέρχεται στους γκρεμούς μας,
όλες τις βεβαιότητες μας υφαρπάζει ,
αφήνοντας όμως το χώμα νοτισμένο.
Εκεί βεβαίως θα ζητήσουμε να γίνει κάποτε η ταφή μας
όταν ο κίβδηλος οβολός οριστικά μας καθυποτάξει
και μας κλέψει την τελευταία ικμάδα της θέλησης μας.
Ωγυγία για λίγο, Ωγυγία για πάντα, Φεδερίκο.
Μας σβήνει αυτό που δεν θελήσαμε να γράψουμε ποτέ
και καμία φορά βλέπουμε τα όμορφά σου χέρια
σαν καθαρά φτερά στις πλάτες της εικασίας.
Δεν μπορούμε να πάμε πουθενά, πάροχοι
μιας πικρής ειρωνείας δίχως καταναλωτές.
Αιχμάλωτοι είμαστε των παρενθέσεων
και της παραλήγουσας ισοβίτες.
.
Στέργιος Ντέρτσας, από την ποιητική σύνθεση Ήλωση
Αrtwork: Katherine Boland
.