.
.
Καὶ οἱ φυλὲς σκορπίστηκαν κατὰ τὴν τάξη τῶν ἄστρων
καὶ τὴ φιλάνθρωπη ροὴ τῶν ποταμῶν:
τοῦ Φισῶν, ποὺ ἡ λάσπη του γεννᾶ τὸ χρυσάφι,
καὶ τοῦ Εὐφράτη καὶ τοῦ Τίγρη καὶ τοῦ Αἰθίοπα·
κάθε μιὰ ἐκπληρώνοντας τὴ δικιά της εὐθεία,
τὰ δικά της σημεῖα ποὺ ἑρμηνεύουν τ’ ἀγγέλματα·
.
τοὺς καιροὺς τοῦ ἐνιαυτοῦ μὲ τὸ ἀλεύρι τὸ ἄζυμο,
τὸ αἷμα τὸ ἀκοίμητο μετὰ τὴ λατρεία,
τὸ μύρο τοῦ χρίσματος, τὸ μαλλί, τὸ ἀσήμι,
τὸν θερισμὸ καὶ τὴ συγκομιδή.
.
Μέρες παλιές, σπίτια παλιὰ ὅπου γεννήθηκα,
ταβάνια χαμηλὰ ὅλες τὶς ὧρες,
ἁφὴ τοῦ ἄχυρου, ὀσμὴ τοῦ χορταριοῦ,
ἀνάμεσα σὲ ἀθήλαστους μαστοὺς γεύση τοῦ ἱδρώτα.
.
Νύχτες ποὺ ἡ πάχνη ξάφνιαζε τὰ γερασμένα μέλη,
τὰ μάτια ὅμως γύρευαν λίγο ἀκόμη φῶς,
νὰ μὴ λαθεύει πιὰ ἡ εὐλογία
καὶ βιαστικὰ χαρίζει τὴ δροσιὰ τῶν οὐρανῶν
–ἢ τὸ πλῆθος τῆς γῆς σὲ κρασὶ καὶ σὲ λάδι–
στὸ λεῖον τοῦ δόλου ἀντὶ στὸ δασύ.
Μὲ τὶς σκιὲς ἀθόρυβα νὰ λύνουν τὰ μαλλιά τους,
ἀθόρυβα νὰ ξεγλιστροῦν ἀπ’ τὸ ἀσελγὲς τῆς μνήμης
·
πάντα μιὰ πράξη πέρα ἀπ’ τὴν αὐλαία,
πάντα ἕνα βῆμα ἔξω ἀπ’ τὴ σκηνή,
χωρὶς ποτὲ νὰ γίνουν παρουσία,
δίχως τὴ δύναμη ν’ ἀντέξουν τὴ μορφή.
.
Παίζοντας μὲ τὴν πλάτη στὸ κοινό,
ὥστε νὰ μένει χῶρος μεταξύ τους
γιὰ ν’ ἀποφεύγουν τὴ συνενοχή,
τὴν ἀγωνία ἐκείνης τῆς στιγμῆς
.
ποὺ ὁ ρόλος γίνεται ὑπόσταση κι αἰτία·
ποὺ ἀκούγονται οἱ σάλπιγγες καὶ οἱ ἀλαλαγμοὶ
καὶ ἡ βία τῶν γλωσσῶν καὶ οἱ διαθῆκες·
ποὺ φανερώνονται, ὡς ἀπὸ μηχανῆς,
τοῦ ἥλιου τὸ ἄδυτο,
οἱ παρελάσεις τῶν στρατιῶν γύρω ἀπ’ τὰ τείχη,
οἱ ἀνηλεεῖς χειρονομίες τῶν θεῶν.
Ἡ τόση ἔπαρση, ἡ τόση ὑποταγή,
τὰ τόσα σύνορα.
.