Ήταν αθεράπευτα κοντός ο Αργύρης και το ήξερε και το ένιωθε με πόνο βαθύ. Έπαιρνε βέβαια τα μέτρα του κατά δύναμιν: είχε ψηλώσει αισθητά τις σόλες των παπουτσιών του, φορούσε πάντα σακκάκι με όρθιες ρίγες και περπατούσε πάντα τσιτωμένος και αλύγιστος, σαν να είχε καταπιεί μηλινόβιτσα. Αλλά η κυρ’ Αναστασία, παρόχθιος κάτοικος του περιπάτου, γυνή θυμόσοφος με τάσεις προς τον κυνισμό, που όλα τα έβλεπε ως δίκης οφθαλμός, αλλά συνήθως τα σχολίαζε με κάποιες εύγλωττες κινήσεις του κεφαλιού, για τον Αργύρη από καιρού είχε κάνει την εξαίρεση να χρησμωδήσει φωναχτά σαν μοίρα κακή:– Aυτός, όσο και να κορδώνεται, θεμέλια στην άμμο έχει… Το φοβερό του αυτό μειονέκτημα όμως ο Αργύρης το αντιστάθμιζε αναπτύσσοντας άλλα προσόντα, με μια προτίμηση προς τα καλλιτεχνικά, όπου, ομολογουμένως, είχεν αρκετή επιτυχία. Έχοντας πάει μέχρι την τρίτη Γυμνασία, του είχε μείνει μια λόξα με την ποίηση. Όθεν, είχε μελετήσει εν συνεχεία εμβριθώς δυο τρεις ανθολογίες και είχε αποστηθίσει ουκ ολίγα ποιήματα – αρκετόν Παλαμά, ολίγον Βαλαωρίτη, κάποια λυρικά του Δροσίνη, του Γρυπάρη και του Πορφύρα, κάμποσα πιπεράτα του Σουρή και κάτι άλλους μυστήριους κι ελάχιστα γνωστούς– αποτελών έτσι κινητήν βιβλιοθήκη για τα δεδομένα της εποχής και του περιβάλλοντός του. Κι όποτε ερχότανε κατάλληλη στιγμή και αναλόγως της ατμοσφαίρας και της διαθέσεως της ομηγύρεως, ξεφούρνιζε κάτι με την ωραία μπάσα φωνή του. […]
Όμως το μεγάλο του ατού, το πλεονέκτημα και αντιστάθμισμα του ελαχίστου καθ’ ύψος μεγέθους του, ήταν άλλο και του το είχε παραχωρήσει η ίδια αυτή Φύσις, σε κάποιαν ίσως κρίση συνειδήσεως. Επρόκειτο δε πάλι περί μεγέθους. Ο ίδιος ο Αργύρης, σε στιγμές που γινόταν κάποια αναπόφευκτη νύξις περί του ύψους του, περιέγραφε το φαινόμενον με την συνήθη εκφραστικότητα των χειρονομιών του: άνοιγε τον αντίχειρα και τον δείκτη σε ορθή γωνία, με τον δείκτη κατακόρυφο και τον αντίχειρα οριζόντιον κι έλεγε:– O Θεός έκαμε τους ανθρώπους ή έτσι… ή έτσι… Και αντέστρεφε την θέση των δύο δακτύλων στο δεύτερο μέρος της φράσεως. Και ο νοών νοείτω. Το υπερφυσικόν του οργάνου με το οποίον τον είχε προικίσει μες στα καπρίτσια της η Φύσις, ήταν βεβαίως τοις πάσι γνωστόν, αν όχι εξ όψεως, πάντως οπωσδήποτε εξ ακοής, στην πολίχνην αυτή, όπου διυλίζετο μετά πάσης επιμελείας και ο έσχατος κώνωψ. Πόσο μάλλον τέτοια κάμηλος! Πολλά ελέγοντο περί του φαινομένου αυτού, πως δήθεν του έφτανε μέχρι τον αφαλό, πως τάχα του ’βγαινε από πάνω από το παντελόνι σε στιγμές μερακλώματος και άλλα πολλά. Ο ίδιος σχεδόν τίποτε δεν έλεγε όμως. Του αρκούσε τα καλοκαίρια να κάνει τις βόλτες του στην παραλία όπου έπαιρναν τα μπάνια τους οι συμπολίτες τους, ασπροκόκκινος, τσουρουφλισμένος και κορδωτός, με απόλυτην εμπιστοσύνη στον πελώριον όγκο, που ασφυκτιούσε μέχρις εκρήξεως μέσα στο μπανιερό του.
Νίκος Βασιλειάδης, Ο συμβολαιογράφος, σελ 11-12 και 14-15, Εκδόσεις Νεφέλη, 1995. Artwork: Stanley Spencer
.