RSS

Γουίλιαμ Φώκνερ, Η βουή και η μανία

10 Jul

—Τι βλέπεις; Eίπε ψιθυριστά η Φρόνυ.

Κοίταξα και τους είδα. Ύστερα κοίταξα και έβλεπα την Κάντυ με άνθη στα μαλλιά και έναν πέπλο μακρύ σαν άνεμο αστραφτερό. Κάντυ Κάντυ

—Σουτ. Είπε ο Τ. Π. Θα σ’ ακούσουνε. Κατέβα κάτω σβέλτα. Και με τραβούσε. Κάντυ. Ο Τ.Π. με τραβούσε. Σουτ. Είπε. Σώπα. Έλα δω αμέσως. Και με τραβούσε. Κάντυ. Πάψε Μπέντζυ. Θέλεις να σ’ ακούσουν; Άντε, στάσου να πιούμε καμιά γουλιά ακόμη και μετά ξαναγυρίζουμε, αν το βουλώσεις. Πάμε καλύτερα να πάρουμε άλλο ένα μπουκάλι, ειδαλλιώς θ’ αρχίσουμε να σκούζουμε  και οι δυο μας. Θα πούμε το ήπιε ο Νταν. Ο Κύριος Κουέντιν πάντα του λέει είναι ξύπνιο σκυλί, εμείς μπορούμε να πούμε ξέρετε είναι μπεκρόσκυλο, πίνει.

Η φεγγαράδα κατέβαινε τα σκαλιά του υπογείου. Ήπιαμε κι άλλο. — Ξέρεις τι θα ήθελα τώρα; Θα ’θελα ξαφνικά να μπουκάρει εδώ στο κατώι μια αρκούδα. Και ξέρεις τι θα ’κανα; Θα πήγαινα ίσα καταπάνω της και θα την έφτυνα τσιφ στο μάτι. Για δώσε την μπουκάλα να ταπώσω το στόμα μου προτού βγάλει φωνή μεγάλη.

Ο Τ.Π. γκρεμίστηκε κατάχαμα. Έβαλε τα γέλια και η φεγγαράδα και η πόρτα του υπογείου άρχισαν να πηδάνε και έφυγαν και κάτι με χτύπησε εμένα. — Σώπαινε. Είπε ο Τ.Π. Και πάλευε να μη γελάσει. Χριστούλη μου, πάει, θα μας ακούσουνε. Σήκω πάνω. Ο Τ. Π. είπε. Σήκω Μπέντζυ, σβέλτα. Κυλιόταν κάτω και γελούσε. Κι εγώ δοκίμαζα να σηκωθώ. Τα σκαλιά του υπογείου ανέβαιναν τον λόφο μέσα σε φεγγαράδα και ο Τ.Π. σωριάστηκε απάνω στον λόφο μέσα στη φεγγαράδα, κι εγώ έτρεξα ίσα στον φράχτη και ο Τ.Π. έτρεχε πίσω μου και όλο έλεγε μην κλαις μην κλαις. Μετά έπεσε μέσα στα λουλούδια και να γελάει κι εγώ έτρεξα κατά το κασσόνι. Όμως όταν έκανα ν’ ανέβω εκείνο πήγε παραπέρα και με χτύπησε στο κεφάλι μου από πίσω και το λαρύγγι μου έβγαζε θορύβους και έκανε ξανά θορύβους κι εγώ δεν προσπαθούσα να σηκωθώ και το λαρύγγι μου έκανε ξανά θορύβους και εγώ άρχισα να κλαίω. Όμως το λαρύγγι μου έβγαλε ήχο ξανά και ο Τ.Π. με τραβούσε. Το λαρύγγι μου έβγαζε ήχους συνέχεια και εγώ δεν μπορούσαν να διακρίνω αν έκλαιγα ή όχι, και ο Τ.Π. σωριάστηκε απάνω μου και γελώντας. Και εκείνος ο ήχος συνεχιζόταν και ο Κουέντυ έδωσε κλωτσιά στον Τ.Π. και η Κάντυ με αγκάλιασε και ο πέπλος της έφεγγε και δεν ευωδίαζαν δέντρα πλέον και άρχισα να κλαίω.  

Γουίλιαμ Φώκνερ, Η βουή και η μανία, Απριλίου 7η, 1928, σελ. 69-70, μτφρ. Παύλος Μάτεσις, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2002

Artwork: Yohann Fournier

.

 

One response to “Γουίλιαμ Φώκνερ, Η βουή και η μανία

  1. vequinox

    29/07/2021 at 23:58

    Reblogged this on Manolis.

     

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

 
%d bloggers like this: