Τίποτα απ’ αυτά μα τίποτα μη θυμηθείτε,
το ταπεινό του ύφος δεν έθελξε καν έναν αναγνώστη
αναμενόμενη του βαρετού επιλόγου του η κατακλείδα
και αντί τελείας ένα θαυμαστικό μετανιωμένο,
η μέρα τυχαία και η πλοκή ευδία, πρόσθεσε στο τέλος
δύο κομπάρσους, δύο μονότονους βαστάζους.
.
ο ηλικιωμένος της διπλανής παραβιασμένης
πόρτας, διαβασμένο ευπώλητο βιβλίο, αχτένιστος
αυτός που έζησε κατεξοχήν, αυτός
που δεν ήξερε από μεταφορές κι από αλληγορίες,
ένοικος σήμερα του νέου δημοτικού νεκροτομείου
δεν αναμένεται να ’ρθει καν ένας δεν τον θυμάται.
.
και της ζωής του η ξηρή αφήγηση στον δρόμο
την αποκομιδή της προσμένει, μην την κοιτάτε
την ανάπτυξη των άνευ σημασίας σκουπιδιών
το θαμπωμένο στίλβωμα της επίπλωσής του
δίπλα στης ανακύκλωσης τους κάδους
τον ξεφτισμένο καναπέ της ανάπαυσής του
μα τίποτα απ’ αυτά μη θυμηθείτε
.
όσα ανάδρομα αφηγούνται οι στοιβαγμένοι σάκοι
όλα τα υπάρχοντά του ριγμένα εδώ, έξω
λένε για κάποια ξένη εποχή ενώ υποτάσσεται
το κουτσό τραπέζι του σε άλλων αποφάγια και
με το μάτι της σπασμένο μία παλιά τηλεόραση
καθοδικού σωλήνα, αντικριστά με τους περαστικούς
δεν προσμένει να σπινθηρίσει, καν ένας δεν τη θυμάται.
.
το διαμέρισμα με νέα, στιβαρή εξώπορτα ασφαλείας
καθαρό, φρεσκοβαμμένο, αυτό να κοιτάτε
με ντουλάπες ανοιχτές, μπαλκονόπορτες γερτές
στον ήλιο που ευωδιάζει και προσμένει εκ νέου
κάποιον άλλον ένοικο πείσμονα κι απόκοτο
ν’ αφηγηθεί τον βίο του με ύφος ταπεινό.
.
δίπλα στης ανακύκλωσης τους κάδους μην κοιτάτε
ποτέ σας την κατακλείδα τούτη μη θυμηθείτε
το ανακαινισμένο διαμέρισμα δεν είναι παρά
μια αίθουσα μικρής αναμονής νεκροτομείου,
το μόνο κίνητρό σας ίσως ο νέος ένοικός του
αν είσαστε εσείς που πρόκειται να ζήσετε κατεξοχήν.
.
(πρώτη δημοσίευση Εντευκτήριο τ. 112)
Πίνακας: Léon De Smet