Ήρθε στον νου της το πρόσωπο του γέρου που οι ανοιχτές πληγές του, από την ένταση των εκφράσεων καθώς κραύγαζε είχαν πρηστεί κι άλλο και διέστρεφαν ακόμη περισσότερο τα χαρακτηριστικά του, διόγκωναν τα χείλη του, επιμήκυναν και γρύπωναν την μύτη του, διέστελλαν τα ζυγωματικά του, έδιναν στο δέρμα του αφύσικες αποχρώσεις που έκαναν να θυμίζει εξωτικές φυλές, έκαναν ακόμη και την γλώσσα που μιλούσε να ακούγεται κι αυτή ακατανόητη, να βγαίνει μέσα από τα πρησμένα χείλη του σαν να είχε προσβληθεί από τα δικά του εκτεταμένα έλκη, ανεξιχνίαστη σαν συντριμμένη διάλεκτος μιας πανάρχαιας αλλά χαμένης φυλής. Μήπως και η ίδια έδινε μια τέτοια εικόνα; Μήπως κι αυτή είχε αποτυπωμένη πάνω της μια τέτοια άχρονη διαστροφή; Μήπως μια τέτοια ομοιότητα με τον γέρο την είχε κάνει να αισθανθεί εκείνη την απροσδόκητη και αυθόρμητη συγγένεια μαζί του; Μήπως αυτή κι εκείνος ήσαν, στην πραγματικότητα, ίδιοι σε τέτοιο σημείο ώστε, κατά βάθος, τίποτε να μην τους κάνει να διαφέρουν ο ένας από τον άλλον, να ανήκουν μάλιστα στην ίδια φυλή. Στάθηκε κι ελευθερώνοντας το ένα χέρι της από τα ψώνια, έφερε την παλάμη της στο πρόσωπό της, λες και με την αφή θα αναγνώριζε αυτό δεν γνώριζε, λες και η αφή, σαν όραση, θα επαλήθευε αυτό που η ίδια δεν είχε δει μέχρι τώρα. Και πράγματι, λίγο ακόμη και θα αισθανόταν και στο δικό της δέρμα τα ίδια εκζέματα, τις ίδιες δυσπλασίες και στα δικά της χαρακτηριστικά. Αν επρόκειτο για κάτι που το έβλεπε μόνον η πωλήτρια, ήταν κάτι που φαινόταν ή κάτι που δεν φαινόταν; Μήπως ήταν κάτι που δεν φαινόταν, αλλά που η ίδια κατά κάποιον τρόπο το ήξερε, κάτι που το ήξερε, κάτι που, παρόλο που το έκρυβε, κάτι που το έκρυβε σε βαθμό τέτοιον ώστε να μην το ξέρει, η πωλήτρια το είδε; […]
Ίσως όμως να ήταν και κάτι, δεν αποκλείεται καθόλου, που ποτέ η ίδια δεν σκέφτηκε να το κρύψει επειδή δεν το θεωρούσε υποτιμητικό ή μειονεκτικό για την ίδια και προσβλητικό ή προκλητικό για τους άλλους, η πωλήτρια όμως κατάλαβε ότι κατά βάθος ήταν κάτι που αυτή δεν ήθελε να το δείξει, κάτι που η ίδια το γνώριζε πολύ καλά αλλά, ακριβώς γι’ αυτό, δεν ήθελε να το γνωρίζει εξαιτίας των ιδιοτήτων του, κι αυτός ήταν ο λόγος που, έστω, χωρίς να το επιδιώκει, το έκρυβε, και μάλιστα τόσο καλά ώστε να το έχει και η ίδια ξεχάσει, να το έχει αφαιρέσει από τη σκέψη της, η πωλήτρια όμως και πάλι το είδε, είδε ότι υπήρχε, ότι υπήρχε κρυμμένο, το είδε και δεν της άρεσε, αλλά και ενοχλήθηκε που αυτή δεν έκανε καμία προσπάθεια να συνεργαστεί μαζί της, να παραδεχτεί την ύπαρξή του και να το μειώσει, να το κρίνει, να το αντιμετωπίσεις όπως το αντιμετώπιζε κι εκείνη, να το μετριάσει για να την βοηθήσει να ασκήσει θετικότερα την ανοχή της και την συγκατάβασή της, δεν το έκανε όμως, δεν ήρθε με τα νερά της πωλήτριας, γι’ αυτό κι εκείνη είχε γίνει τόσο εχθρική, αυτό την έκανε να θέλει να την διώξει, να την κυνηγήσει, αυτό σήμαιναν η έκφραση αηδίας και ο λοξός περιφρονητικός μορφασμός στα χείλη της.
Δημήτρης Δημητριάδης, Η μεταφορά, σελ. 30-32 , εκδόσεις Άγρα, 2007
Αrtwork: Dino Valls