Ακόμα και τώρα, δέκα χρόνια μετά τον θάνατο τού Οδυσσέα πατέρα της, προσπαθώντας να γράψει «για όλα αυτά», αισθάνεται βραχυκυκλωμένη. Γράφει και σβήνει και, αν συνεχίζει, είναι μόνο και μόνο γιατί στην οθόνη της φαντασίας της τον βλέπει μπροστά της ρηξικέλευθο και νεφεληγερέτη να της φωνάζει: «Τα πολλά τα λόγια είναι φτώχεια! Κατάληγε! Συμπέρασμα!» Το συμπέρασμα είναι ότι ο Οδυσσέας υπήρξε πάντοτε απολύτως ορθολογιστής και πρακτικός, και όχι μόνο αγνόησε θρησκείες και θεούς, αλλά ποτέ δεν προσείλκυσε το ενδιαφέρον του καμία μεταφυσική και καμία υπέρβαση. Ο θάνατος ήταν το απαράδεκτο τέλος των ανθρώπων, των πιο αγαπημένων του. Αυτό υπήρξε το δόγμα του, και της πήρε μια ζωή για να ψυχανεμιστεί τις καταβολές του στους ομαδικούς τάφους και στα νερά της θάλασσας, όπου βρήκαν τελευταία κατοικία οι γονείς και τ’ αδέλφια των γονιών του. […]
Κι όταν, κάποτε, κατάπληκτη η Άννα μουρμούρισε: «Μα γιατί δεν μας είπες ποτέ τίποτα;» —και αναφερόταν στο γεγονός ότι τον φυλάκισαν με την κατηγορία ότι ήταν κομμουνιστής, και καταδότης του ήταν το ίδιο το κόμμα—, της απάντησε με μια ερώτηση που την άφησε άφωνη: «Και νομίζεις ότι θα με πιστεύατε;» Ήξερε από κομμουνιστές ο Ιγνάτιος, και υπερθεμάτισε: «Θα μπορούσατε να πείτε ότι είχαν αλλάξει εν τω μεταξύ! Τώρα, όμως, είδατε μόνοι σας». Αυτοί «που είδαν μόνοι τους» ήταν η Άννα και ο Γόρδης, ο αδελφός της, οι μόνοι από τα εγγόνια του που υπήρξαν ευάλωτοι στην κρυφή γοητεία του κομμουνισμού. […]
Μόνο καταγράφοντας σκέψεις, αναμνήσεις, εντυπώσεις και συναισθήματα με τρόπο ασύνδετο, αποσπασματικό αλλά και με πολλές επαναλήψεις, όπως συμβαίνει στην πραγματική ζωή, θα μπορούσε να υφάνει τον καμβά όλων αυτών των αντιφάσεων, που για χρόνια έκλεινε μέσα του τραύμα και ντροπή, αφού ποτέ της δεν άκουσε τίποτε ούτε για τους Ποντίους ούτε για τους καταδιωγμένους αριστερούς στα σχολεία της, μια κι εκείνον τον καιρό, της επταετίας δηλαδή, στο μάθημα της ιστορίας η κήρυξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου τύχαινε πάντα να συμπίπτει με το τέλος της σχολικής χρονιάς. Έτσι, επί χρόνια, υπήρξε επιρρεπής στις «συνωμοτικές» εκδοχές της ιστορίας, ενώ ακόμα και σήμερα εύκολα την διατρέχουν φευγαλέα κύματα καταδίωξης. Βέβαια, από δω κι από κει, κάτι είχε υπόψη της για τις «διχόνοιες των Ελλήνων» και αρκετά νωρίς σχημάτισε την εντύπωση πως πατρίδα δεν ήταν παρά ο αντικατοπτρισμός μιας όασης η οποία αποδεικνυόταν απρόσιτη σε όσους μάχονταν γι’ αυτήν· και ότι οι αγωνιστές της ελευθερίας της Ελλάδας συχνά φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν, τουφεκίστηκαν και δολοφονήθηκαν μέχρι και από… αφηνιασμένα τρίκυκλα. Έτσι, ο πατριωτισμός τής φαινόταν έννοια υποκριτική, και κυρίως αφότου στο χουντικό σύνθημα «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια» ήρθαν και έδεσαν «της γης οι κολασμένοι», εφόσον δεν γίνεται να ξεχαστεί ότι οι αιρετικοί της Τετάρτης Διεθνούς έπεσαν θύματα των ίδιων των συντρόφων τους. […]
Έλφη Κιλλαχίδου, Τίνος παιδί είσαι εσύ; μυθιστόρημα, σελ. 45-46, 57, 83 εκδόσεις Σμίλη, 2020
Artwork: Βασίλης Πέρρος