όταν ερχόταν η ώρα
η αδερφή μου
με τοποθετούσε στο μεγάλο τραπέζι
κρύβοντας τα μάτια μου στις τσέπες της
ίσως και να μην ήμουν εγώ
που χόρευα και γελούσα στον κήπο
ντυμένη στα λευκά
ίσως και να μην ήταν εκείνη
το κορίτσι με το ραγισμένο φόρεμα
που έσφιγγε στους αγκώνες τη φωνή του
ώσπου να πάψουν τα δάχτυλα
ώσπου να πάψουν
μοναχοκόρες ήμαστε
πεινούσαμε πάντα αντικριστά
και κλείναμε τ’ αυτιά μας
ακούγοντας
τους κόκκους του ρυζιού
να πέφτουν με θόρυβο στο πάτωμα
ακούγοντας
το σκοινί να μεγαλώνει
ν’ απλώνεται γύρω απ’ τον πήλινο λαιμό του αλόγου
που έστεκε όρθιο
για χρόνια έστεκε όρθιο
στην άκρη της παλιάς σκονισμένης ροτόντας
Νιόβη Ιωάννου, Στις οκτώ από την ποιητική συλλογή Στην πυρά, Μανδραγόρας, 2020