Με σφίγγει απόψε το βραχιόλι που μ’ αγόρασε
όταν απ΄ την Κολχίδα δραπετεύαμε
και το Αιγαίο φαινότανε μικρό να μας χωρέσει.
Ερχόμουν κι ήθελα μονάχα
τα πόδια να του πλένω, να του γεννώ παιδιά,
πάντα θερμή, πάντα ζεστή και αρωματισμένη.
Πάχυνα λίγο, το βραχιόλι με πονά,
το μπράτσο σημαδεύει.
Του γέννησα δύο παιδιά και έκτοτε
ρίχνω στη μήτρα μου δύο σταξιές λεμόνι,
για να μπορώ απίκραντη και άκαρπη
προς χάριν του να λύνω τα μαλλιά μου.
Μέδομαι λέγεται αλλιώς το σκέφτομαι.
Τα βράδια που εκείνος δε γυρνά
με λίγη άψινθο το πίνω το κρασί μου
και σκέφτομαι στης Αμπχαζίας τα βουνά
άραγε θυμούνται το όνομά μου;
Μέγγενη απόψε το βραχιόλι μου.
Σαν να ‘μουνα πουλί, το τύλιξε στο πόδι μου,
μ’ έσυρε σαν δαμάλα, σα να ‘μουν σκλάβα του,
με μάρκαρε.
Και μέδομαι: πουλί, σκλαβί, δαμάλι από τη μια
το δέρας, το καράβι, ένα βραχιόλι από την άλλη.
Δε βγάζουνε σωστό λογαριασμό.
Λείπεις πολύ, Ιάσονα, στα ξένα τα κρεβάτια.
Και δεν ευθύνομαι εγώ, γι’ αυτό που θα προκύψει.
Δήμητρα Κουβάτα, Μέδομαι λένε αλλιώς το σκέφτομαι, από τη συλλογή Καθαρό οινόπνευμα, Μανδραγόρας, 2020.