Καλοκαίρι στην πόλη,
έψαχνε τη θάλασσα στις προσόψεις
των φαρμακείων,
το πετσί της μύριζε οινόπνευμα.
(κολυμβήτρια χωρίς αναπνευστήρα την ονόμασαν στις πρώτες τάξεις του σχολείου)
Γεννήθηκε με πεθαμένη μητέρα,
ζούσε μ’ έναν νεκρό πατέρα.
Ο γυναικωνίτης της σαπισμένος από καιρό
κι ο χρόνος της λιμάρης
με όλα τα Δόντια Σπασμένα.
Η Ευανθία σήκωσε τα φόρεματά της,
η βροχή έτρεχε ρυάκι από το στόμα της,
ο τραυματιοφορέας έστρωσε σεντόνι στην άσφαλτο,
αυτήν τη στιγμή δεν χρειαζόταν
ούτε γάζες,
ούτε μπαμπάκια,
ούτε βάμα,
για τις πληγές της.
Ένα φιλί στο στόμα ήθελε να της δώσει ως άντρας σε γυναίκα.
Αντώνης Δ. Σκιαθάς από τη συλλογή «Σπασμένα Δόντια»