O νεκρός άνθρωπος έχει πολλά χέρια· εξέχουν πάντα
κάτω από το σπίτι του όταν μεταφέρεται αργά
από άλλους. Τα χέρια του νεκρού ανθρώπου
σκάβουν στα χώματα· με νύχτα πλάθουν τη λέξη
υπάρχω – το δεν υπάρχω τρέμει, φοβάται.
(Η λέξη άπειρο είναι μια έννοια τριγυρισμένη από
νεκρούς.)
Εγώ ο μαθητευόμενος Λόγος τι άραγε έχω να
μάθω φυλακισμένος σ’ αυτό το κελί
(γλώσσα το λένε· ή αλλιώς
παλάτι των ανεπαίσθητων ήχων).
Το αυτί πιστεύει πως οι λέξεις κάποτε ξεσπούν
ραγδαία όπως οι βροχές, ή άλλοτε μοιάζουν
κανονιές από τη λύπη των ανθρώπων
όταν οι ίδιοι γκρεμίζονται σαν σπίτια.
Photo: Gerhard Richter
Κλεοπάτρα Λυμπέρη, από την ανέκδοτη συλλογή Το δεν είμαι ακόμη