Στ’ απόμερα και στ’ άφεγγα, εκεί που ξεμοναχιάζεται η ψυχή να θυμηθεί, να λησμονήσει, στα σκληρά παζάρια της Μνήμης και της Λήθης, τούτο δικό μου τ’ άλλο δικό σου, πάρε η μια άρπαξε η άλλη –φέρ’ τον πίσω αυτόν τον Απρίλη, όχι αυτόν, τον άλλον τον κόκκινο στην Πλατεία Ασωμάτων –δεν σ’ τον δίνω, είναι ο άλλος μου Απρίλης, τον θέλω για ενθύμιο, πάρε τον άλλον, τον βροχερό στην Πλατεία Ανωνύμων και εκείνο το θλιμμένο σούρουπο, και δώσε μου εκείνη την αγάπη την αντίδωρη –γύρνα μου εσύ την αντίδοτη και τη μοσχοβολιά από γιασεμί και κείνη τη νύχτα Αύγουστο στο νησί με γεμάτο φεγγάρι– τίποτα γεμάτο δεν μου έδωσες, να, κοίτα, θα σου γυρίσω σκέτη τη νύχτα, μία είναι η νύχτα ένα το σκοτάδι και από τη μια μεριά και από την άλλη, μαζί με εκείνη την ξερή καληνύχτα και δώσε μου τις ευχές με άσπρα τριαντάφυλλα κι εκείνο το γιορτινό τραπέζι Κυριακής και πάρε όλα τα «πάλι» μου κάθε σούρουπο, τη θλίψη μου και όλες τις απουσίες με τις σημασίες τους μαζί, πάρε της μάνας μου τον θρήνο εκείνη τη νύχτα του Δεκέμβρη κι εκείνο τον Μάιο είκοσι τεσσάρων καρατίων, τον σκοτωμένο –τι να τον κάνω αυτόν, δεν ξεχνιέται ο θάνατος–, δάνεισέ μου και λίγο ξεχαστικό χρόνο από αυτόν που έχεις, ένα κομματάκι και θα σ’ το γυρίσω πίσω, ίσα να ξεχάσω εκείνο το μαλακτικό ροζ φως της αυγής πάνω στο κρεβάτι –άντε πάρ’ το, κεραυνοβόλο που ήταν–, θα «το σκέφτομαι», πιθανώς και να «το αγαπώ», αν δεν «το ξεχάσω», μπορεί και να το βάλω σε φορμόλη, πάρε και το ξεβαφτικό για εκείνο το μαύρο –βράδυ ήταν–, μαζί μ’ εκείνο το ζαλιστικό ταξίδι στη γαλάζια θάλασσα και το άλλο γιαλό-γιαλό στη μαύρη, πάρε πίσω κι εκείνη την προδοσία, και σου επιστρέφω μαζί το φιλί της και όλες τις αξημέρωτες νύχτες μου μαζί του, σου χαρίζω και όλους τους ασίγαστους πόθους και τους οργασμικούς βόμβους της μέλισσας, μου γυρεύεις δηλαδή τον μεγάλο έρωτα και μου επιστρέφεις τη μικρή ζωή, της είπε η Μνήμη.
Σταυρούλα Δημητρίου, Παζάρι μνήμης και λήθης, από την ποιητική συλλογή Τα ιοβόλα και η χαμένη αθωότητα, εκδόσεις Μελάνι, 2020