Βύθισε τα πέλματά της στις παντόφλες με ένα γουργουρητό ικανοποίησης. Από γεννησιμιού της έτσι έκανε. Τακτοποιούσε πάντα με τρυφερότητα και προσοχή τις σάρκινες αυτές μάζες στα πλαδαρά από την πολυετή και θηριώδη άλωση παπούτσια. Εξάλλου, από εκεί εκκινούσε η φωνή της. Κάθε φορά που ήταν να μιλήσει, ένιωθε το λάκτισμα σε κάθε δάχτυλο αντίστοιχα, ανάλογα με την περίσταση. Ας πούμε, όταν μιλούσε στα παιδιά της, κούρδιζε τη φωνή της στο μικρό με γλύκα και αγάπη. Σαν πάλι έπιανε κουβέντα με τις φίλες και τα βάσανα ξεχείλιζαν, το τέταρτο δάχτυλο τρεμόπαιζε ασταμάτητα. Απ’ τον γιατρό και τον παπά αν ήταν να πάρει συμβουλή, ίδιος γάντζος το μεσαίο γύρευε να σκάψει τη σόλα του παπουτσιού και να στερεωθεί μέσα στη γη. Μονάχα το δεύτερο, το μεγαλύτερο, ήταν βουβό και ασάλευτο χρόνια τώρα, από τότε που έχασε τον άντρα της. Σήμερα, όμως, είχε σειρά το πρώτο, το κορκανύχικο, του εαυτού, όπως το έλεγε. Σήμερα ήταν η μέρα. Όλο το βράδυ χθες κατέστρωνε το τελειωτικό το σχέδιο και, όταν το πρωί τη μάρκαρε εκείνη η τσιμπιά του έντονου πόνου στο μεγάλο δάχτυλο, σκέτο μπουκέτο απ’ αγκάθια, σφραγίδα στην ολονυχτία, το ήξερε πια πως είχε φτάσει η μέρα. Καιρό τώρα την έζωναν οι σκέψεις, τσίτωναν το κορμί της σε χρόνο ανύποπτο. Το δάχτυλο είχε εξεγερθεί με πόνους καθημερινούς, σαν ξίφη ακονισμένα, σινιάλο και φρυκτωρία για τις μελλούμενες τις πράξεις. Ήξερε ότι δεν πήγαινε άλλο και έπρεπε να αρματώσει την απόφαση. Σήμερα, λοιπόν. Βέβαια, δεν έπρεπε να λησμονήσει, προτού ξεκινήσει για το μοναστήρι, να πάρει τηλέφωνο στο ιατρείο για να αναβάλει το ραντεβού που είχε σε λίγη ώρα, για κείνη την εξέταση. Την προηγούμενη εβδομάδα τη ρώτησε ο γιατρός, έτσι στα ξαφνικά, αν έχει συχνά τέτοιους πόνους στο μεγάλο δάχτυλο. Τάχα και δήθεν πως ανησύχησε από το φούσκωμα το ελαφρύ. Τον κοίταξε ανόρεκτα και δύσπιστα: «Γιατρέ, δεν μου αρέσει να με ρωτάς τέτοια πράματα. Να κάμεις την ιατρική σου και μακριά από τα δάχτυλα των ποδιών μου. Αν σου κάνει ανάγκη, να σου αφήσω το παπούτσι μου για να το μελετήσεις». «Μάμω, σε παρακαλώ, σοβαρέψου. Μπορεί να πάσχεις από ουρικό οξύ. Θέλω να είμαι σίγουρος. Τη Δευτέρα το πρωί να είσαι στο ιατρείο μου, για να το δούμε επισταμένως».
Του θύμωσε εγγαστρίμυθα. Δεν το ’δειξε, όμως. «Ο φαντασμένος! Ότι δηλαδή μπορεί από μια ματιά στο δάχτυλο, έτσι απλή και ξιπασμένη, να βγάλει λαγό απ’ τη φωλιά, αρρώστια από το σώμα. Ε, κακομοίρη μου! Και μετά βάζουν στο στόμα τους την κυρα-Γιασμίνα, εδώ πιο κάτω, που διαβάζει τις ελιές στο κορμί, αλλά μονάχα αυτές στην πλάτη, γιατί εκείνες είναι, λέει, που ομολογούν τα μυστικά της σκιάς του καθενός. Μα τούτη το κάνει με σέβας και με δέος. Συναξαρίζει τη μαγγανεία και τη γητειά και τη μαντρίζει σε σταυρούς και κομποσκοίνια. Και όποιο ζόφο συναντήσει, δεν τον βαφτίζει με αλλοπαρμένα ονόματα. Ακούς εκεί ου- ρι-κό ο-ξύ! Κάθου λοιπόν, ντοκτόρι μου, να με αναμένεις παρέα με το ου-ρι-κό σου το ο-ξύ. Εγώ το μόνο οξύ που ξέρω είναι εκείνο που καθαρίζουμε τον απόπατο, μετά συγχωρήσεως δηλαδή. Ε, όχι και να μου συγγενέψεις το δάχτυλο με τα σκατά! Αλλά, πού να καταλάβεις τι φλεβοκουβαλά ο χτύπος του πρησμένου του δαχτύλου, τι ορμήνιες και αινίγματα». Βύθισε τα πέλματά της στις παντόφλες με ένα γουργουρητό ικανοποίησης. Από γεννησιμιού της έτσι έκανε. Τακτοποιούσε πάντα με τρυφερότητα και προσοχή τις σάρκινες αυτές μάζες στα πλαδαρά από την πολυετή και θηριώδη άλωση παπούτσια. Εξάλλου, από εκεί εκκινούσε η φωνή της. Κάθε φορά που ήταν να μιλήσει, ένιωθε το λάκτισμα σε κάθε δάχτυλο αντίστοιχα, ανάλογα με την περίσταση. Ας πούμε, όταν μιλούσε στα παιδιά της, κούρδιζε τη φωνή της στο μικρό με γλύκα και αγάπη. Σαν πάλι έπιανε κουβέντα με τις φίλες και τα βάσανα ξεχείλιζαν, το τέταρτο δάχτυλο τρεμόπαιζε ασταμάτητα. Απ’ τον γιατρό και τον παπά αν ήταν να πάρει συμβουλή, ίδιος γάντζος το μεσαίο γύρευε να σκάψει τη σόλα του παπουτσιού και να στερεωθεί μέσα στη γη. Μονάχα το δεύτερο, το μεγαλύτερο, ήταν βουβό και ασάλευτο χρόνια τώρα, από τότε που έχασε τον άντρα της.
Σήμερα, όμως, είχε σειρά το πρώτο, το κορκανύχικο, του εαυτού, όπως το έλεγε. Σήμερα ήταν η μέρα. Όλο το βράδυ χθες κατέστρωνε το τελειωτικό το σχέδιο και, όταν το πρωί τη μάρκαρε εκείνη η τσιμπιά του έντονου πόνου στο μεγάλο δάχτυλο, σκέτο μπουκέτο απ’ αγκάθια, σφραγίδα στην ολονυχτία, το ήξερε πια πως είχε φτάσει η μέρα. Καιρό τώρα την έζωναν οι σκέψεις, τσίτωναν το κορμί της σε χρόνο ανύποπτο. Το δάχτυλο είχε εξεγερθεί με πόνους καθημερινούς, σαν ξίφη ακονισμένα, σινιάλο και φρυκτωρία για τις μελλούμενες τις πράξεις. Ήξερε ότι δεν πήγαινε άλλο και έπρεπε να αρματώσει την απόφαση. Σήμερα, λοιπόν. Βέβαια, δεν έπρεπε να λησμονήσει, προτού ξεκινήσει για το μοναστήρι, να πάρει τηλέφωνο στο ιατρείο για να αναβάλει το ραντεβού που είχε σε λίγη ώρα, για κείνη την εξέταση. Την προηγούμενη εβδομάδα τη ρώτησε ο γιατρός, έτσι στα ξαφνικά, αν έχει συχνά τέτοιους πόνους στο μεγάλο δάχτυλο. Τάχα και δήθεν πως ανησύχησε από το φούσκωμα το ελαφρύ. Τον κοίταξε ανόρεκτα και δύσπιστα:«Γιατρέ, δεν μου αρέσει να με ρωτάς τέτοια πράματα. Να κάμεις την ιατρική σου και μακριά από τα δάχτυλα των ποδιών μου. Αν σου κάνει ανάγκη, να σου αφήσω το παπούτσι μου για να το μελετήσεις».«Μάμω, σε παρακαλώ, σοβαρέψου. Μπορεί να πάσχεις από ουρικό οξύ. Θέλω να είμαι σίγουρος. Τη Δευτέρα το πρωί να είσαι στο ιατρείο μου, για να το δούμε επισταμένως».Του θύμωσε εγγαστρίμυθα. Δεν το ’δειξε, όμως. «Ο φαντασμένος! Ότι δηλαδή μπορεί από μια ματιά στο δάχτυλο, έτσι απλή και ξιπασμένη, να βγάλει λαγό απ’ τη φωλιά, αρρώστια από το σώμα. Ε, κακομοίρη μου! Και μετά βάζουν στο στόμα τους την κυρα-Γιασμίνα, εδώ πιο κάτω, που διαβάζει τις ελιές στο κορμί, αλλά μονάχα αυτές στην πλάτη, γιατί εκείνες είναι, λέει, που ομολογούν τα μυστικά της σκιάς του καθενός. Μα τούτη το κάνει με σέβας και με δέος. Συναξαρίζει τη μαγγανεία και τη γητειά και τη μαντρίζει σε σταυρούς και κομποσκοίνια. Και όποιο ζόφο συναντήσει, δεν τον βαφτίζει με αλλοπαρμένα ονόματα. Ακούς εκεί ου- ρι-κό ο-ξύ! Κάθου λοιπόν, ντοκτόρι μου, να με αναμένεις παρέα με το ου-ρι-κό σου το ο-ξύ. Εγώ το μόνο οξύ που ξέρω είναι εκείνο που καθαρίζουμε τον απόπατο, μετά συγχωρήσεως δηλαδή. Ε, όχι και να μου συγγενέψεις το δάχτυλο με τα σκατά! Αλλά, πού να καταλάβεις τι φλεβοκουβαλά ο χτύπος του πρησμένου του δαχτύλου, τι ορμήνιες και αινίγματα».