Κι ήρθε η βουβή μπουρού
που τη νομίζαμε βραχνιασμένη
και μας έκλεινε
με τη σιωπή της
στο αιώνιο περίβλημα
από το χέρι με έπαιρνες
όπως όταν
ταΐζαμε τα πουλιά
στις γούρνες τους
με τον ζεστό θάνατο
και σημαδεύαμε στο χώμα
τους δροσερούς Αντήνορες
και τη λευκαύγεια του δάσους
μες στο χιόνι
δύο λέξεις ακούγονταν
μα ήταν πια
της άλαλης διαλέκτου
έξω παρασιτούσαν οι λαμνοκόποι
των συνεστιάσεων
λες και ξυράφιζαν τους βράχους
και στο πρόσωπό τους
μια χαλασμένη λάμπα
τρεμόσβηνε
σαν μια σκιά που έζησε
όσο έζησε
φορώντας φως
δεν με άκουγα να
απελπίζομαι
καθώς
οι βέβαιοι άνθρωποι
περνούσαν ένας ένας
κι έφτυναν
εμείς και με τα σάλια τους
θα πορευόμαστε
έχουμε υπάρξει και ταπεινοί
και σαλιγκάρια.
Κωνσταντίνος Λουκόπουλος, Οι βέβαιοι άνθρωποι από την ποιητική συλλογή Ενύπνια τα μεθεόρτια, Εκδόσεις Έναστρον, 202