Πολύ μετά τον χαμό του, εκείνη την παγωμένη νύχτα του Δεκεμβρίου, η Ειρήνη θυμήθηκε την κουβέντα τους που, όταν έγινε, δεν την πήρε στα σοβαρά. Τότε, άρχισε να διαβάζει δικές της σημειώσεις και ημερολόγια κι έφτιαχνε με τον νου της την ίντριγκα της ιστορίας που άρχιζε με τις εκρήξεις βομβών σε πλατείες των πλανητικών μεγαπόλεων, προχωρούσε με την εναλλαγή ερειπίων, ονείρων, τυχαίων και αναπάντεχων συναντήσεων και έφτανε εκεί απ’ όπου είχε αρχίσει, στον χαμό των παιδιών της, της μικρής Περσεφόνης, της Ρεξά, του Σαμίρ και του Στέφανου. Ο εκδότης, ο μεταφραστής κι επιμελητής, ο μηχανολόγος, η νεαρή γυναίκα που επέζησε με τις αγγαρείες, ο δικαστής, ο ποιητής,ο εξόριστος κι ο μετανάστης, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, «πρώην» όλοι τους, κάλυπταν λίγο-πολύ το φάσμα της χρεωκοπίας της ύπαρξης. Η αποτυχία τους, όμως, έβγαζε μια λάμψη που διαπερνούσε τον πέπλο του ζόφου, και η τρύπα που άνοιγε θαρρείς με το θάμπος της μαρτυρούσε πως δεν θ’ αργούσε να διαλυθεί…