RSS

Νίκος Σταμπάκης, Υπόθεση Cockpit

04 Feb

Μπήκαν προσεχτικά κι ανέβηκαν σε μια πεντάπλευρη αίθουσα δίχως παράθυρα, που τη φώτιζαν χαμηλοί πολυέλαιοι από ομόκεντρους ξύλινους κύκλους που σχημάτιζαν νοητούς κώνους. Ενώ ο τοίχος έκλεινε πίσω τους, παρατήρησαν σκορπισμένα εδώ κι εκεί τα ίδια ημικυκλικά πράσινα τραπέζια που είχαν ιδεί στο ισόγειο. Σ’ ένα απ’ αυτά στο βάθος, καθόταν μόνος, με το πρόσωπο φωτισμένο κόντρα στο μαύρο του σακάκι και το βλέμμα προσηλωμένο στην τσόχα, αυτός που δεν μπορούσε παρά να είναι ο Ιβ Σολάνα.
Πλησιάζοντας, διαπίστωσαν ότι έριχνε ένα είδος πασιέντσας, με έξι τετράδες αναποδογυρισμένων χαρτιών.
«Ακούσαμε ότι μας περίμενες», του είπε με όσο πιο σταθερή φωνή μπορούσε.
Εκείνος έστρεψε αργά πάνω της τα στενά μάτια, με τις μαβιές σακούλες να κρέμονται από κάτω πτυχωμένες, και το άχειλο στόμα του σφίχτηκε κι έπαιξε σαν καμπύλη που πήγαινε να γίνει τεθλασμένη.
«Για την ακρίβεια», αποκρίθηκε, «περίμενα ένα πρόσωπο. Αλλά υποθέτω ότι το πρώτο δεν θα υπήρχε δίχως το δεύτερο. Ας είναι».
«Πράγματι», στράφηκε φευγαλέα προς την ανέκφραστη Βαλ και κατόπιν προς τον Ιβ Σολάνα, «αν δεν ήταν αυτή θα ήμουν νεκρή. Εξαιτίας σου».
«Όμως δεν είσαι».
«Είναι αλήθεια αυτό», έκαμε οπισθοχωρώντας ελαφρά.
«Δεν είναι καλύτερο να ξέρεις;» είπε ο Ιβ Σολάνα με μιαν αδιόρατη υποψία χαμόγελου.
Έπιασε το υπονοούμενό του για την αυτοθυσία της Βαλ.
«Ίσως. Αυτό που δεν ξέρω είναι γιατί ενδιαφέρεσαι τόσο πολύ για την ερωτική ζωή μου».
«Αν μείνεις εδώ μπορεί και να το μάθεις», είπε δείχνοντάς της μια μαύρη πολυθρόνα στα δεξιά της. Εκείνη την τράβηξε προς το γραφείο, έβγαλε την καμπαρντίνα της, τη δίπλωσε πάνω από το δεξί μπράτσο της πολυθρόνας και κάθισε, νεύοντας στη Βαλ να βολευτεί στον καναπέ λίγο παραπέρα.
«Λοιπόν; Τι πρόκειται να μάθω;»
Ο Ιβ Σολάνα δεν απάντησε κι έπιασε ν’ ανακατεύει τα χαρτιά, πολλές διαδοχικές φορές, καταλήγοντας πάντα σε έξι τετράδες. Τέλος, ανακάθισε και την κοίταξε κατάματα:
«Διάλεξε ένα».
Εκείνη το σκέφτηκε για λίγο και διάλεξε το τρίτο χαρτί της δεύτερης τετράδας, που από τη σκοπιά του Ιβ Σολάνα ήταν το δεύτερο της πέμπτης. Το χαρτί ήταν το επτά μπαστούνι, που το αναπαριστούσε ένα αλέτρι.
«Δείξ’ το μου», απαίτησε, κι εκείνη υπάκουσε.
Ο Ιβ Σολάνα χαμογέλασε, αποκαλύπτοντας για πρώτη φορά φευγαλέα τα δόντια του και τράβηξε το τελευταίο χαρτί της έκτης τετράδας, από τη δική της σκοπιά, που ήταν πρώτο της πρώτης τετράδας από τη δική του. Το περιεργάστηκε και κατόπιν, μ’ ένα πιο διακριτικό χαμόγελο, το ακούμπησε στο στήθος του, δίχως να το αποκαλύπτει.
«Λοιπόν;» έκαμε εκείνη ανυπόμονα.
«Είναι κι αυτό ένα αλέτρι», είπε αργά ο Ιβ Σολάνα. «Ένα αλέτρι, που όμως είναι το ίδιο προϊόν οργώματος. Δεν το σέρνουν βόδια αλλ’ ένα σκουλήκι, που στο τέλος τριών εποχών πεθαίνει και το αφήνει να οργώσει μοναχό του».
Έμεινε να τον ατενίζει περιμένοντας να ιδεί πού θα κατέληγε.
«Αυτό είν’ όλο», διευκρίνισε ο Ιβ Σολάνα.
«Και;» έκαμε εκείνη ανυπόμονα.
«Τι είν’ αυτό που μόλις σου περιέγραψα;»
Κούνησε το κεφάλι.
«Θες να με δοκιμάσεις αν τα καταφέρνω στους γρίφους;» ειρωνεύτηκε. «Αν δεν τα κατάφερνα δεν θα βρισκόμουν εδώ».
«Ποιο είναι λοιπόν το πραγματικό όνομα για το ιδιαίτερο αυτό είδος αλετριού;»
«Δεν θα με καθυστερήσεις έτσι. Μιλάς για ένα μωρό».
Ο Ιβ Σολάνα άνοιξε τα μάτια περισσότερο απ’ το συνηθισμένο. Εκείνη μπορούσε να διακρίνει μια σπίθα μέσα τους.
«Πολύ καλό!» σχολίασε, δείχνοντάς της το χαρτί, που ήταν πράγματι ο άσος καρό με την εικόνα ενός γυμνού βρέφους πάνω σ’ ένα ρομβοειδές σεντόνι. «Μήπως μπορείς να μου εξηγήσεις πώς το βρήκες;»
«Θα ήταν παιδαριώδες. Τρεις εποχές, σκουλήκι… Όλα είναι διάφανα. Δεν φαντάζομαι να νομίζεις ότι διάλεξα μια λέξη στην τύχη».
«Όχι, όχι», παραδέχτηκε εκείνος. «Απάντησες στην ερώτηση κι αξίζεις το βραβείο σου». Έβγαλε από την αριστερή του τσέπη ένα κινέζικο μπισκότο και της το πέταξε πάνω απ’ την τσόχα. Εκείνη έκαμε να τ’ ανοίξει, αλλ’ ο Ιβ Σολάνα ύψωσε το χέρι απαγορευτικά: «Όχι τώρα! Αφού τελειώσουμε», και της έδειξε πάλι τα χαρτιά.
Έβαλε το τυλιγμένο μπισκότο στη δεξιά τσέπη του παντελονιού της κι έκαμε να διαλέξει. Αυτήν τη φορά το πήρε ανάποδα και σήκωσε το δεύτερο χαρτί της πέμπτης τετράδας, που για εκείνον ήταν το τρίτο της δεύτερης. Το κοίταξε, του το έδειξε: ήταν το οκτώ σπαθί, που το αναπαριστούσε ένας διπλωμένος σαν σύμβολο του απείρου ουροβόρος όφις να κείτεται στο έδαφος κατατρυπημένος από οκτώ σπαθιά.
Εκείνος σήκωσε το χέρι του, ετοιμάστηκε να τραβήξει ένα χαρτί στα δεξιά του, άλλαξε γνώμη, το απέσυρε, τέλος τράβηξε αποφασιστικά το τέταρτο χαρτί της τέταρτης τετράδας, που για εκείνη ήταν το πρώτο της τρίτης.
«Ένα φίδι, λοιπόν», σχολίασε παρατηρώντας το αθέατο απ’ αυτήν χαρτί. «Ναι, ένα φίδι έχω κι εγώ. Ένα φίδι ορθό, με πέντε κεφάλια που ξερνούν φωτιά. Τι είναι;»
Εκείνη κρατήθηκε να μην καγχάσει.
«Πρέπει να προσπαθήσεις περισσότερο», είπε συγκαταβατικά.
«Ένα κηροπήγιο».
«Σου έβαλα εύκολο, να μην σε αποθαρρύνω», δικαιολογήθηκε ο Ιβ Σολάνα και της έδειξε το χαρτί, το πέντε μπαστούνι, που πράγματι απεικόνιζε ένα κηροπήγιο με πέντε φλόγες. Κατόπιν, της πάσαρε άλλο ένα κινέζικο μπισκότο, που εκείνη το πήρε και το έβαλε στην τσέπη.

Νίκος Σταμπάκης, Υπόθεση Cockpit, μυθιστόρημα, Σμίλη 2020

.

 

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

 
%d bloggers like this: