Ο Ιάσων δεν είχε πάρει ακόμα το δισάκι του. Δεν είχε φύγει. Τον κρατούσε εκεί η φυτολογία, η αίσθηση των φυλλωμάτων, η χλωροφύλλη, η κίνηση των φυτών προς τα πάνω. Η γεωγραφία ήταν και αυτή φυγόκεντρη, αλλά είχε όρια. Ο κόσμος δεν είχε. Ούτε ο κόσμος του. Όταν σφούγγισε το τζάμι του φεγγίτη με μια κυκλική κίνηση, τα φώτα έσβησαν. Έπρεπε να κοιμηθεί. Ακούμπησε την παρειά του πάνω στο τζάμι. Ήταν ψυχρό, μετά το κυκλικό σφούγγισμα. Οι άλλοι βυθίστηκαν στο σκοτάδι τους. Οι διάλογοί τους ψίθυροι, ή μήπως ψιθύριζαν τα φυτά μεγαλώνοντας ή μήπως το αυγό όταν σπάζει το κέλυφος και σκάει από μέσα ο νεοσσός και ακούγεται ένα κρακ; Όλα ήταν στ’ αυτιά του, τίποτα στο κεφάλι του. Έβλεπε οκτώ ανθρώπους σε κύκλο κλειστό. Αυτός ήταν ο ένατος, όπως το αρχικό του ονόματός του. Το γράμμα ιώτα είναι το ένατο στη σειρά του ελληνικού αλφαβήτου, αλλά δεν είχε τίποτα άλλο εκτός από το όνομά του. Η νύχτα είχε το γυαλί της και κείνος ένα κιάλι να βλέπει μέσα απ’ το γυαλί. Το κιάλι ήταν το πρώτο δώρο της γιαγιάς, για να βλέπει μακρύτερα από όλους τους άλλους. Διάβασε τη μάρκα στο φακό, το όνομα του κατασκευαστή Karl Zeiss, που ήταν σαν βιτσιά. Το αρχικό του επωνύμου του ήταν το τελευταίο γράμμα του γερμανικού αλφαβήτου. Αυτός όμως τίποτα δεν άκουγε μέσα από το στεγανό γυαλί της οροφής, απ’ τον φεγγίτη. Κοιμόταν στο πιο ψηλό δωμάτιο του σπιτιού. Το σπίτι ήταν δικό τους, το βλέμμα δικό του και ο ουρανός μια οροφή για όλους. Ο Ιάσων διάβαζε για τον παράδεισο, τον επιθυμούσε, όσο τ’ αστέρια και τον ουρανό. Την κόλαση δεν την γνώριζε ακόμα, ίσως γι’ αυτό τον βάζανε να κάνει τον σταυρό του, για να την ξορκίσει. Ο Ιάσων είχε ένα στυλό κλειστό και απ’ τις δυο μεριές. Τις άκρες του έκλειναν δύο γεννήτορες. Από εκεί, απ’ τον φεγγίτη που καθρέφτιζε το δάχτυλό του, προσπαθούσε να δει και να ακούσει, τώρα που η νύχτα δεν είχε σκεπή, ο ορίζοντας ήταν ένα τίποτα και ένα πουθενά. Ο Ιάσων κρατούσε την ανάσα του, για να μη θολώσει το γυαλί του φεγγίτη. Η ανάσα του διαχεόταν στο σκοτάδι και το διέλυε πριν διαλυθεί. Τα άστρα αμυδρά και πάμφωτα. Μακρινά. Στη σιγαλιά της νύχτας, στην άκρη της ταράτσας, με την μύτη σ’ ένα έντομο καρφωμένη, ο γάτος.
Η υπηρέτρια ήταν η μόνη που δεν φορούσε προσωπίδα. Μετέφερε έναν δίσκο και γύρισε εκεί από όπου ξεκίνησε. Οι υπηρέτριες δεν έχουν όνομα. Αυτή είχε. Την έλεγαν Ευανθία. Σέρβιρε ένα κατάλευκο υγρό στην ευτραφή κυρία της που είχε αυστηρό βλέμμα και ένα ύφος που όταν την κοιτούσε έλεγε: «πρόσεχε»’. Όλοι ήταν στο έλεός της. Μάρθα την έλεγαν και ήταν η μητέρα του. Ρούφηξε το γάλα απ’ το ποτήρι που η Ευανθία είχε τοποθετήσει μπροστά της πάνω στο τραπέζι. Δεν είχε γάλα. Ποτέ δεν κατέβασε γάλα. Μόνο λόγια είχε και πράξεις. Και δεν ήταν καθόλου παράφορη. Φορούσε γυαλιά χωρίς σκελετό και ήταν πάντα σταθερή στη θέση της. Όταν ήταν μικρότερος ο Ιάσων ήταν αυτή που του σκούπιζε τη μύτη δυο φορές και ας μην έβγαινε τίποτα απ’ αυτήν. Πρώτα τον απομυζούσε και ύστερα τον τάιζε ψάρια του πελάγους. Μεγάλα μικρά και μεσαία. Ροφούς, φαγκριά, σαργούς, γαύρους, αθερίνες, σαρδέλες, μαγιάτικα, λαβράκια. Η Μάρθα είχε ένα μεγάλο μέτωπο που μετριαζόταν κάπως από τα γυαλιά που φορούσε ακόμα και στον ύπνο της, γι’ αυτό τα στράβωνε σχεδόν κάθε βράδυ και έστελνε την υπηρέτρια την άλλη μέρα στον οπτικό να τα ισιώσει. Τα ψάρια ήταν δική της δουλειά.