RSS

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος, Ο επιζών

04 Feb

Ο Ιάσων δεν είχε πάρει ακόμα το δισάκι του. Δεν είχε φύγει. Τον κρατούσε εκεί η φυτολογία, η αίσθηση των φυλλωμάτων, η χλωροφύλλη, η κίνηση των φυτών προς τα πάνω. Η γεωγραφία ήταν και αυτή φυγόκεντρη, αλλά είχε όρια. Ο κόσμος δεν είχε. Ούτε ο κόσμος του. Όταν σφούγγισε το τζάμι του φεγγίτη με μια κυκλική κίνηση, τα φώτα έσβησαν. Έπρεπε να κοιμηθεί. Ακούμπησε την παρειά του πάνω στο τζάμι. Ήταν ψυχρό, μετά το κυκλικό σφούγγισμα. Οι άλλοι βυθίστηκαν στο σκοτάδι τους. Οι διάλογοί τους ψίθυροι, ή μήπως ψιθύριζαν τα φυτά μεγαλώνοντας ή μήπως το αυγό όταν σπάζει το κέλυφος και σκάει από μέσα ο νεοσσός και ακούγεται ένα κρακ; Όλα ήταν στ’ αυτιά του, τίποτα στο κεφάλι του. Έβλεπε οκτώ ανθρώπους σε κύκλο κλειστό. Αυτός ήταν ο ένατος, όπως το αρχικό του ονόματός του. Το γράμμα ιώτα είναι το ένατο στη σειρά του ελληνικού αλφαβήτου, αλλά δεν είχε τίποτα άλλο εκτός από το όνομά του. Η νύχτα είχε το γυαλί της και κείνος ένα κιάλι να βλέπει μέσα απ’ το γυαλί. Το κιάλι ήταν το πρώτο δώρο της γιαγιάς, για να βλέπει μακρύτερα από όλους τους άλλους. Διάβασε τη μάρκα στο φακό, το όνομα του κατασκευαστή Karl Zeiss, που ήταν σαν βιτσιά. Το αρχικό του επωνύμου του ήταν το τελευταίο γράμμα του γερμανικού αλφαβήτου. Αυτός όμως τίποτα δεν άκουγε μέσα από το στεγανό γυαλί της οροφής, απ’ τον φεγγίτη. Κοιμόταν στο πιο ψηλό δωμάτιο του σπιτιού. Το σπίτι ήταν δικό τους, το βλέμμα δικό του και ο ουρανός μια οροφή για όλους. Ο Ιάσων διάβαζε για τον παράδεισο, τον επιθυμούσε, όσο τ’ αστέρια και τον ουρανό. Την κόλαση δεν την γνώριζε ακόμα, ίσως γι’ αυτό τον βάζανε να κάνει τον σταυρό του, για να την ξορκίσει. Ο Ιάσων είχε ένα στυλό κλειστό και απ’ τις δυο μεριές. Τις άκρες του έκλειναν δύο γεννήτορες. Από εκεί, απ’ τον φεγγίτη που καθρέφτιζε το δάχτυλό του, προσπαθούσε να δει και να ακούσει, τώρα που η νύχτα δεν είχε σκεπή, ο ορίζοντας ήταν ένα τίποτα και ένα πουθενά. Ο Ιάσων κρατούσε την ανάσα του, για να μη θολώσει το γυαλί του φεγγίτη. Η ανάσα του διαχεόταν στο σκοτάδι και το διέλυε πριν διαλυθεί. Τα άστρα αμυδρά και πάμφωτα. Μακρινά. Στη σιγαλιά της νύχτας, στην άκρη της ταράτσας, με την μύτη σ’ ένα έντομο καρφωμένη, ο γάτος.

Η υπηρέτρια ήταν η μόνη που δεν φορούσε προσωπίδα. Μετέφερε έναν δίσκο και γύρισε εκεί από όπου ξεκίνησε. Οι υπηρέτριες δεν έχουν όνομα. Αυτή είχε. Την έλεγαν Ευανθία. Σέρβιρε ένα κατάλευκο υγρό στην ευτραφή κυρία της που είχε αυστηρό βλέμμα και ένα ύφος που όταν την κοιτούσε έλεγε: «πρόσεχε»’. Όλοι ήταν στο έλεός της. Μάρθα την έλεγαν και ήταν η μητέρα του. Ρούφηξε το γάλα απ’ το ποτήρι που η Ευανθία είχε τοποθετήσει μπροστά της πάνω στο τραπέζι. Δεν είχε γάλα. Ποτέ δεν κατέβασε γάλα. Μόνο λόγια είχε και πράξεις. Και δεν ήταν καθόλου παράφορη. Φορούσε γυαλιά χωρίς σκελετό και ήταν πάντα σταθερή στη θέση της. Όταν ήταν μικρότερος ο Ιάσων ήταν αυτή που του σκούπιζε τη μύτη δυο φορές και ας μην έβγαινε τίποτα απ’ αυτήν. Πρώτα τον απομυζούσε και ύστερα τον τάιζε ψάρια του πελάγους. Μεγάλα μικρά και μεσαία. Ροφούς, φαγκριά, σαργούς, γαύρους, αθερίνες, σαρδέλες, μαγιάτικα, λαβράκια. Η Μάρθα είχε ένα μεγάλο μέτωπο που μετριαζόταν κάπως από τα γυαλιά που φορούσε ακόμα και στον ύπνο της, γι’ αυτό τα στράβωνε σχεδόν κάθε βράδυ και έστελνε την υπηρέτρια την άλλη μέρα στον οπτικό να τα ισιώσει. Τα ψάρια ήταν δική της δουλειά.

 

Με τα γυαλιά της πάντα καρφωμένα στο κόκκαλο της μύτης, τα ξελέπιαζε αλύπητα με ένα μαχαίρι, αποκλειστικά δικό της, ένα μαχαίρι που έμοιαζε με κέρας. Ο νεροχύτης γέμιζε λέπια και έβαζε την υπηρέτρια να τον καθαρίσει. Η δουλειά για την Ευανθία ήταν βρώμικη. Έπρεπε να ξεπλένει τον λεπιασμένο νεροχύτη. Η Μάρθα είχε βγάλει προηγουμένως τα εντόσθια, τα αυγά και τα περιττώματα. Ύστερα τα ξέπλενε, τα αλάτιζε με χοντρό αλάτι και τα έψηνε σε προθερμασμένο φούρνο. Έσκυβε κάθε τόσο για να δει αν ροδίσανε. Στο τέλος έβαζε την Ευανθία να τα βγάλει και τα γύριζαν προσεκτικά μαζί για να μην διαλυθούν. Όταν ήταν έτοιμα τα σέρβιρε σε δυο οβάλ πιατέλες. Και ενώ τα ψάρια άχνιζαν, τα άνοιγε στη μέση, προσέχοντας να μην τρυπηθεί απ’ τα αγκάθια στις άκρες τους και αφαιρούσε το μεσαίο κόκκαλο. Έστυβε αρκετό λεμόνι, ώσπου τα ψάρια έχαναν το απαστράπτον ύφος τους, αφού το ύφος δεν τους χρειαζόταν πια έτσι ανήμπορα που ήταν ξαπλωμένα στις πιατέλες. Έλεγε στον Ιάσονα να πάψει να τα κοιτά σαστισμένος, και του τα καθάριζε για να τα φάει. Αυτός όμως αρνιόταν να φάει τα μάτια τους. Αυτές τις μικρές σκληρές μπίλιες, και προτιμούσε να τα μαζεύει σε σπιρτόκουτα που του έδινε ο πατέρας, ο οποίος κάπνιζε αρειμανίως. Είχε μαζεμένα πολλά όμοια σπιρτόκουτα. Τα έβαζε όρθια και έγραφε απ’ έξω πότε φαγώθηκαν τα ψάρια, που μόνο τα μάτια τους πια κοίταγαν τα τοιχώματα των σπιρτόκουτων. Κάθε που γέμιζε ένα κουτί και κόλλαγε προσεκτικά την ετικέτα με τις ημερομηνίες άνοιγε το λεύκωμα με τα «Ψάρια του Αιγαίου» και διάβαζε την αφιέρωση: «Στο ψαράκι που θέλει να μάθει για τ’ άλλα ψάρια, τ’ αληθινά που ζουν όλα μαζί. Στη βαθειά πράσινη θάλασσα με το ατέλειωτο βάθος, το τεράστιο πλάτος, το άμετρο μήκος. Στο ψαράκι που νομίζει πως μπορεί να αναπνέει και έξω απ’ το νερό. Στον Ιάσονα που μας εννοεί και δεν τον εννοούμε πάντοτε. Ο Εξάδελφός σου Άγγελος».

Έπειτα ξεφύλλιζε και έβλεπε πρώτα τα έγχρωμα σχέδια στις δεξιές σελίδες και διάβαζε χωρίς δυσκολία στις αριστερές τα ονόματά τους. Έτσι μάθαινε τα πάντα για τα ψάρια που έβλεπε ανοιχτά στην πιατέλα, αλλά ακόμα περισσότερο στους κεκλιμένους πάγκους του ψαρά, όταν η Ευανθία τον έπαιρνε μαζί της για να αγοράσει τα ψάρια που της είχε παραγγείλει η Μάρθα. Ο Ιάσων καμάρωνε που εξαιτίας του λευκώματος ήξερε να ξεχωρίζει τα ψάρια, αν και τον στεναχωρούσε που τα μάτια τους ήταν κλεισμένα στα σπιρτόκουτα. Η Ευανθία δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να εμπιστευτεί τις γνώσεις του Ιάσονα. Κάθονταν μαζί πλάι πλάι, έβαζαν το λεύκωμα ανάμεσά τους, η Ευανθία κοίταγε τις δεξιές σελίδες με τα γκρίζα, κόκκινα και ριγέ ψάρια, και ο Ιάσονας στις αριστερές διάβαζε τα ονόματά τους, τον τρόπο που αναπαράγονταν – πράγμα για το οποίο η Ευανθία έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ο Ιάσων δεν καταλάβαινε γιατί – αλλά του άρεσε να της διαβάζει κοιτώντας τα γόνατά της, καθώς η φούστα της πιανόταν σε μια άκρη του βιβλίου και σηκωνόταν λίγο πάνω απ’ το γόνατο.

Αυτό το μικρό αγόρι ήταν ένας δάσκαλος γι’ αυτήν. Για τον Ιάσονα ήταν μια παρηγοριά αυτή η όμορφη κοπέλα που τον περνούσε μόλις εννιά χρόνια. Η Ευανθία είχε μακριά ξανθά μαλλιά, τα ‘πιανε κότσο όταν έκανε δουλειές, μάτια γαλανά μεγάλα και έκπληκτα πάντα, μικρό στήθος με ρώγες που ορθωνόταν πίσω από τις μπλούζες που φορούσε. Τον χτυπούσε στην πλάτη για να τον συνεφέρει από το βήχα που τον βασάνιζε, εκείνο το πνίξιμο στον λαιμό σαν κάθε στιγμή κάποιος να έχωνε τα δάχτυλά του στον φάρυγγα και να τον σκάλιζε φράζοντας με τον αντίχειρα την δίοδο της αναπνοής του. Τότε η Ευανθία πλάγιαζε πλάι του. Όταν τον έπαιρνε ο ύπνος, εκείνη έπεφτε πάνω στην καρδιά του ν’ ακούσει αν χτυπά. Όταν ερχόταν ο γιατρός, η Ευανθία εξαφανιζόταν διακριτικά, αλλά όλο και πλησίαζε κοντά του, όταν μιλούσε με τη Μάρθα στην είσοδο, μήπως πιάσει καμιά κουβέντα. Αλλά άκουγε σκόρπιες κουβέντες, και έτσι δεν μπορούσε να σχηματίσει εικόνα για την κατάστασή του. Ο πατέρας είχε φωτεινό μέτωπο, η μητέρα συνοφρυωμένο. Ο πατέρας ήταν προσιτός και ευπροσήγορος. Η μητέρα υπολόγιζε τις σκέψεις της και δεν ξεστόμιζε τίποτα χωρίς να το σκεφτεί δυο φορές, όσες ακριβώς σκούπιζε την μύτη του Ιάσονα. Όλοι είχαν και ένα στόμα, μια γλώσσα που σαν το χέλι γλίστραγε και κρυβόταν μέσα στο στόμα. Μια σπηλιά και δόντια ολόγυρα.

Kώστας Ξ. Γιαννόπουλος, Ο επιζών, μυθιστόρημα, Εκδόσεις Εύμαρος 2019

Πίνακας: Timothy Chapman

 

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

 
%d bloggers like this: