Ι.
Στην κάμαρα σκοτεινιάζει. Ήχος από σαξόφωνο,κάπου μακριά. Ένας άντρας φωτίζεται απαλά από έναν προβολέα. Είναι μεσήλικας γυρτός μέσα στο μαύρο του παλτό κάθεται στην καρέκλα ενός στρωμένου τραπεζιού. Κόκκινο τραπεζομάντιλο, τρία πιάτα, δυο θέσεις αδειανές,μία καράφα με νερό, ψωμί. Ο άντρας, που ονομάζεται Ορέστης, αναδιπλώνεται σαν σαλιγκάρι απ’ το κρύο, σηκώνει τον γιακά και γέρνει το κεφάλι. Ίσως προσεύχεται ή εξευμενίζει οπτασίες. Ήχος μουσικής σταδιακά κυκλώνει τη σκηνή. Προστίθεται κι ένα βιολί. Η πόρτα που βρίσκεται στην πλάτη του ανοίγει. Αργά. Μία γριά γυναίκα, που θα την αποκαλούμε γριά και μόνον, φορώντας λευκό χιτώνα, ξεθωριασμένη απ’ τους αιώνες, τον κοιτάζει. Στο πρόσωπό της η συγκίνηση ευδιάκριτη. Σέρνεται προς το μοναδικό παράθυρο που διαθέτει το δωμάτιο για να βρεθεί στη δεξιά πλευρά του άντρα. Αυτός δεν έχει αντιληφθεί την παρουσία της ακόμη. «Η λίμνη! Η λίμνη και η στάχτη!» φωνάζει η γριά, κι ανοίγει το παράθυρο. Φέρνει σ’ έκταση τρυφερή τα χέρια, για ν’ αγκαλιάσει την ομίχλη που ορμάει στο δωμάτιο, ψελλίζει σαν να κρατάει τον ρυθμό με κομποσκοίνι: «Φως σπόρων ώριμου ροδιού στην κάμαρα αργοκυλάει,ξαπλώνεται στο πάτωμα από ξύλο» Στρέφεται γύρω απ’τον εαυτό της, λες κι άλλοτε προσπαθεί να θυμηθεί, άλλοτε να δαμάσει μιαν ανάμνηση: «Σ’ ένα κρεβάτι σφάγια εραστών γλυκοφιλούν τα νέα της ημέρας. Η λίμνη παφλάζει το κύμα και τ’ αστεία τους στους τοίχους, στο τραπέζι, στο ρολόι. Ο λεπτοδείκτης μετράει τις στιγμές, μετά τις απουσίες. Ένα βιολί σπαράζει συγχορδίες στις κουρτίνες κι έγκυος άνεμος γοργά φουσκώνει την κοιλιά τους. Αχ,μανούλα μου, η λίμνη και ο άνεμος! Toύτος ο αέρας είναι πελιδνός κι αρσενικός… δες πόσα αρώματα από άνοιξη εκσπερματώνει στην ομίχλη!» Ομίχλη και ήχος από πιάνο τυλίγουνε το σπίτι. Κάθεται σ’ ένα βελούδινο κόκκινο σκαμπό μπροστά απ’ το παράθυρο. Λευκές τούλινες κουρτίνες αιωρούνται από έναν αέρα ξαφνικό. Νιφάδες στάχτης στο δωμάτιο. Ένα εκτυφλωτικό φως αναδεικνύει το τεράστιο ρολόι τοίχου που βρίσκεται δίπλα απ’ το παράθυρο. Είναι λευκό και στρογγυλό. Για δείχτες έχει οστά στο χρώμα της σκουριάς. Η αριστερή πόρτα, απέναντι απ’ τον άντρα, φωτίζεται, ανοίγει. Έρχεται μία γυναίκα που τη λένε Θέλμα. Φωτίζεται από το ίδιο διάφανο μπλε φως. Φοράει ένα ψάθινο καπέλο κι ένα λευκό ταγιέρ. Δεν είναι μεγάλη σε ηλικία, μόνο πρόωρα μάλλον γερασμένη. Στο ένα χέρι κρατάει μία τσάντα ψάθινη μ’ ένα κοκάλινο χερούλι και στο άλλο ένα λουλούδι. Δεν μας ενδιαφέρει τι λουλούδι. Ένα λουλούδι. Ήχος από σαξόφωνο, βιολί. Βαδίζει προς τον άντρα και μιλάει.
Ιφιγένεια Σιαφάκα, Σκαντζόχοιρος με παπιγιόν, Ποίηση σε πέντε πράξεις με αυλαία, απόσπασμα από την Πρώτη Πράξη, Εκδόσεις Σμίλη 2019.
Πίνακας:Juan Martinez
.