.
Έννοια σου λέω, λέω εγώ, εσύ θα πεθάνεις από πλήξη στον Παράδεισο, όπου δεν θα μπορείς να χώνεις τη μύτη σου στις δουλειές του πλησίον σου, μόνο κοίτα μη σε πιάσω ποτέ επ’ αυτοφώρω, λέω, κάνω τα στραβά μάτια για χάρη της γιαγιάς σου, όμως φυλάξου μη σε κάνω τσακωτή και μέσα στο σπίτι μου, στο σπίτι όπου ζει η μάνα μου. Και τα κωλόπαιδα με το λιγδωμένο μαλλί που περνιούνται για βαρβάτοι τσαμπουκάδες, θα τους διδάξω εγώ τι εστί τσαμπουκάς, λέω εγώ, και σ’ εκείνους και σ’ εσένα. Και θα σου τον κρεμάσω εγώ από την κόκκινη γραβάτα του, αν του περνά ιδέα πως μπορεί να βολτάρει στα δάση παρέα με την ανιψιά τη δική μου. Με τον ήλιο να με στραβώνει και το αίμα να χτυπάει έτσι, έλεγα, πάει, το κεφάλι μου θ’ ανοίξει στα δύο και μακάρι, για να ξεμπερδεύουμε, με τα βάτα και όλα τα κέρατα να γραπώνονται απάνω μου, τελικά φτάνω στο αμμουδερό χαντάκι, εκεί που είχανε σταματήσεις και θυμήθηκα το δέντρο όπου βρισκόταν το αυτοκίνητο, και μόλις βγαίνω από το χαντάκι και ξεκινάω τρεχάλα, ακούω το αμάξι να μαρσάρει. Είχαν πατήσει γκάζι και κορνάριζαν, και δώσ’ του κορνάρισμα, σαν να μου ’λεγαν να, ρε, να, να, να, να, νάαααααα!
Γουίλιαμ Φώκνερ, Η βουή και η μανία, σελ. 258-259, μτφρ. Παύλος Μάτεσις, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2002 Artwork: George Braque