.
Άκουσε τα βήματα στην τραπεζαρία, μετά την πόρτα ν’ ανοίγεται, και μπήκε ο Λάστερ, με ξοπίσω του έναν μεγαλόσωμο άντρα. Ήταν σαν πλασμένος από άλλη ύλη· που τα μόριά της δεν ήθελαν ή δεν μπόρεσαν να έχουν συνοχή το ένα με το άλλο ή με τον σκελετό που τα κουβαλούσε. Το δέρμα του έμοιαζε πεθαμένο και ήταν άτριχο. Και, σαν να έπασχε από υδρωπικία, προχωρούσε με παραπατήματα, σαν αρκούδα εξημερωμένη. Τα μαλλιά του αποχρωματισμένα και αδύνατη τρίχα. Του τα είχαν βουρτσίσει έτσι που να πέφτουν μπροστά σαν τα παιδάκια σε παλαιές λιθογραφίες. Το μάτια του διάφανα, με το απαλό γλυκύ γαλάζιο της γαλάζιας παπαρούνας. Το στόμα του παχύ, κρεμόταν μισάνοιχτο, και του ξέφευγε ένα στενό αυλάκι σάλιο. […]
Ο Μπεν έκοψε το κλαψούρισμα. Η ματιά του ακολουθούσε το κουτάλι καθώς υψωνόταν προς το στόμα του. Σαν ακόμη και η βουλιμία να είχε ως και αυτή παραλύσει μέσα του και η πείνα του δεν εγνώριζε τ’ όνομά της, δεν ήξερε η ίδια πως είναι πείνα. Ο Λάστερ τον ετάιζε επιδέξια και με το μυαλό του αλλού. Μία τόσο η προσοχή του επανερχόταν, όσο χρειαζόταν για να κάνει ζαβολιές: έκανε πως έφερνε το κουτάλι στο στόμα του Μπεν, κι αυτός έκλεινε το στόμα καταπίνοντας αέρα φρέσκο. Ολοφάνερο πως ο νους του Λάστερ κάπου ταξίδευε. Το άλλο του χέρι ήταν αφημένο στη ράχη της καρέκλας και πάνω σ’ αυτήν τη νεκρή επιφάνεια μετατοπιζόταν διστακτικά, ανεπαίσθητα, σαν να ξεδιάλεγε μία άηχη μελωδία μέσα από το νεκρό κενό και, για μια φορά, λησμόνησε να λαχταρήσει τον Μπεν με το άδειο κουτάλι, καθώς τα δάχτυλά του προσπαθούσαν να ξεγελάσουν το βουβό ξύλο μήπως και βγάλει κανέναν αρπισμό, ώσπου ο Μπεν τον ανακαλούσε στην τάξη με κλαψούρισμα.
Γουίλιαμ Φώκνερ, Η βουή και η μανία, σελ σελ. 288-289 και σελ. 290-291, μτφρ. Παύλος Μάτεσις, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2002
Πίνακας: Stanley Spencer