Όσο ακόμη ζούσε βάδιζε
Σαν ένσαρκο άρωμα που φεύγει στον αέρα
Τώρα η φωτογραφία τής χαρίζει
Παράστημα σε σφριγηλή ακινησία
Έπαρση ανακτορική στη θλίψη.
Συνεκτικά έχουν τυλιχτεί πνοή και ρούχο
Κι όλο το σώμα της κοιτάζει τον φακό
Μια στήλη από πετρωμένο αλάτι
Που ζωηρά θυμάται τα οστά
Που αναγνωρίζει κάθε πόρο του δέρματος
Κι είναι κορνίζα τοσοδούλα όρθια κλίνη
Απ’ όπου εγείρεται επιθυμώντας τον Θεό.
Πόσοι και πόσοι εγείρονται από την άπνοια
Όταν φυσάει δυνατά στην πόλη
Και κλαίνε τα παραθυρόφυλλα δαρμένα
Και δραπετεύουνε ξεμαλλιασμένες κουρτίνες
Κι οι αρρωστημένες νεραντζιές στη λεωφόρο
Σκορπάνε αζήτητους καρπούς στο οδόστρωμα.
Σαν σκύλους ξαμολάν τα περιπολικά τους
Η αστυνομία και η θεία πρόνοια.
Παντού τα ίχνη, πουθενά τα σώματα.
Μόνο που τρέχουν από τάφους και τράπεζες
Εργάτες, πελάτες, φαντάσματα
Κι ο φωτογράφος στρέφει σ’ όλους τον φακό.
Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Nτοκουμέντα απτά, Είκοσι τέσσερις χτύποι και σιωπή, Μελάνι 2019