Η κυρία των σκοτεινών ναυπηγείων
βγάζει περίπατο στο άλσος τα εν δυνάμει
κυοφορεί τα τραύματα του αίλουρου χρόνου
μέσα στην άνοιξη των επιδέσμων.
Τα μονήρη απογεύματα φοράει λεπίδες
κόβει κλαδιά της ευθείας να χαρίσει
στους δρόμους του καθρέφτη γρατζουνιές.
Στολισμένη απουσίες την ψιθυρίζουν τα χάσματα.
Απ’ τα μαλλιά της ξετυλίγει τους ανέμους
στη δυσαρθρία της πόλης τους διαρρήκτες
ως τις αδειόσυνες καμπάνες.
Την φωνάζω Αίφνης.
Ο πυρετός της μήτρας της σηκώνει τα κοτσύφια.
Έτσι παίρνει τους αιώνες και φεύγουνε