Η γυναίκα του Ιωνά τα βράδια τρώει ψάρι
τινάζει τα λέπια απ’ την ποδιά
χαϊδεύει την κοιλιά της.
Βάζει μπουγάδες μεσημέρια
λευκά ολόλευκα στρωσίδια
ξεφτίζει τους κορσέδες της
τραβάει τις μπανέλες.
Να γίνουν κάγκελα της κούνιας πώς να πεις
με τα μωρά πολλά
δίδυμα, τρίδυμα να κλαίνε.
Πιο στόματα μεγάλα δεν υπάρχουν
να βρύχουν δόντια πως βαρέθηκαν το φύραμα
και λαχταρούνε άσπρο γάλα.
Μα στέρφεψε το κήτος για να δώσει
βυθίζει μόνο κι αναδύεται
με αμαρτωλούς χωμένους μες στα σπλάχνα.
Στη Νινευή δεν έφτασε εξιλέωση
μήτε μεγάλα λόγια της μετάνοιας
το κήτος θήρευε αχόρταγα
κι η Ιωνού τα βράδια της ρευόταν.