Πρηνὴς ἐνώπιον τῆς εἰκόνας
ἱκέτης, μὲ τάματα ὁλόχρυσα,
ποντάρει στὴν ταπεινότητα τοῦ προσκυνήματος
ἀλλὰ καὶ στὴν ἀνταλλακτικὴ ἀξία τῶν κτερισμάτων.
Καθὼς πέφτει ἡ βαρύτιμη εἰκόνα καὶ τὸν πλακώνει
φορτωμένη μὲ δεκάδες ἀσήκωτα ἀφιερώματα
κι ἀκαριαῖα διαλύει τὸ κρανίο του
«θαῦμα, θαῦμα» ἀναφωνεῖ τὸ ἐκκλησίασμα
διότι εἶναι ἀήττητη ἡ ἐλπίδα τοῦ ἀπεγνωσμένου.