Αυτή και πολλές παρόμοιες ιστορίες του Λάκη, ο οποίος εδοκίμασε κατά καιρούς όλα τα μέσα σωφρονισμού του θείου Ορέστη, μ’ έκαναν, βοηθούντος και του χαρακτήρος μου, να είμαι απολύτως ευπειθής στις εντολές του. Γι’ αυτό και δεν μπορούσα να καταλάβω πώς γινόταν εν τέλει εγώ να είμαι ο «αγαθός» κι ο Λάκης ο αγαπημένος του! Διότι αυτό συνέβαινε και ήταν ηλίου φαεινότερον. Κάθε αναφορά του θείου στον Λάκη ήταν κατά βάθος θαυμαστική και τα επίθετα με τα οποία τον εστόλιζε – «ο μπαγάσας», «ο διάολος», «ο κερατάς» – υπέκρυπταν έναν τόνο επιδοκιμαστικό μάλλον και, οπωσδήποτε, όχι καταδικαστικό. Ενώ το επίθετο «αγαθός», το μόνο που απηυθύνετο σ’ εμένα, περιέκλειε νόημα σαφώς υποτιμητικό. Με το ίδιο πνεύμα, άλλωστε, αντιμετώπιζε ο θείος και τις παρέες μου (δηλαδή τον ένα και μοναδικό φίλο που είχα στη γειτονιά, μαθητή αριστούχο, που μετά σπούδασε Νομικά κι έγινε εφοριακός) καθώς και τις ασχολίες μου, ιδίως δε τη μανία που είχα στο Δημοτικό να κεντάω και αργότερα να ζωγραφίζω.
Αυτό το επίθετο που μου απέδιδε και η ακριβής σημασία του με είχαν φέρει για πολλά χρόνια σε αμηχανία μέχρις απογνώσεως. Διότι συνέβαινε να έχουν στο σπίτι τους μια παλαιότατη ελαιογραφία που παρίστανε έναν άγγελο και γύρω από το φωτοστέφανό του έγραφε «ΑΓΓΕΛΟΣ ΑΓΑΘΟΣ». Προσπαθούσα, λοιπόν, εναγωνίως να καταλάβω πώς μπορεί αυτή η γλυκύτατη θεϊκή μορφή να συνδέεται με το νόημα που έδινε στη λέξη ο θείος· χώρια, βέβαια, το φοβερό μπέρδεμα που γινόταν με το όνομα του Αγάθου!
Νίκος Βασιλειάδης, ΑΓΑΘΟΣ, σελ. 94, πέμπτη έκδοση, Εκδόσεις Νεφέλη, 1989
Artwork: Marcos Guinoza