Άνοιξα το κοτέτσι και άφησα τις κότες να φύγουν. Δραπέτευαν τρεχάτες κοιτώντας πού και πού η μία την άλλη, έκπληκτες και τρομαγμένες. Όταν χάθηκαν στον κοίλο ορίζοντα των χωραφιών, κάλεσα όλους τους σκαντζόχοιρους της περιοχής. «Ιδού το νέο σας καταφύγιο!» τους είπα, δείχνοντας την άδεια παράγκα που μέχρι πριν από λίγο φιλοξενούσε τις κότες μου. Οι σκαντζόχοιροι μπήκαν στη σειρά και με απόλυτη πειθαρχία και σιωπή κατέλαβαν τις θέσεις τους, περήφανοι κι ευγνώμονες για την ωραία τους κατοικία. Από αυτή την
αλλαγή φαίνεται πως όλοι έμειναν ευχαριστημένοι: οι σκαντζόχοιροι κούρνιασαν αμέσως, οι όρνιθες πετούσαν ελεύθερες στον κόκκινο ουρανό κι εγώ περίμενα καρτερικά τα υπέροχα αγκαθωτά αυγά.
Κώστας Σιαφάκας, Σκαντζόχοιροι και κότες, από τη συλλογή Αντανάκλαση, Εκδόσεις Σμίλη, 2018