Όποια ώρα και να ξυπνούσες, έκλεινε και μια πόρτα. Πήγαιναν από δωμάτιο σε δωμάτιο, χέρι χέρι, σηκώνοντας εδώ, ανοίγοντας εκεί, να σιγουρευτούν-ένα ζευγάρι-φάντασμα.
«Εδώ το αφήσαμε», είπε εκείνη. Κι εκείνος πρόσθεσε: «Ω! Κι εδώ επίσης». «Βρίσκεται επάνω», μουρμούρισε εκείνη. «Και στον κήπο», ψιθύρισε αυτός.
«Ήσυχα!» είπαν. «Αλλιώς θα τους ξυπνήσουμε».
Μα δεν πείραζε που μας ξυπνήσατε. Ω όχι! «Το ψάχνουν· τραβούν την κουρτίνα», θα ‘λεγε κάποιος και θα συνέχιζε να διαβάζει μια δυο σελίδες. «Τώρα το βρήκαν», θα ‘λεγε κάποιος με σιγουριά, σταματώντας το μολύβι στο περιθώριο της σελίδας. Κι έπειτα, κουρασμένος απ’ το διάβασμα, θα σηκωνόταν και θα ‘βλεπε και μόνος του, όλο το σπίτι άδειο, οι πόρτες ορθάνοιχτες, μόνο οι φάσες που γουργουρίζουν με ευχαρίστηση, και ο θόρυβος της αλωνιστικής μηχανής να ακούγεται απ’ το αγρόκτημα. «Για ποιο λόγο μπήκα εδώ μέσα; Τι ήθελα να βρω;». Τα χέρια μου ήταν άδεια. «Μήπως τότε είναι επάνω;». Τα μήλα βρίσκονταν στη σοφίτα. Κι έτσι βρέθηκαν ξανά κάτω, ο κήπος γαλήνιος όπως πάντα, μόνο το βιβλίο είχε γλιστρήσει στο γρασίδι. […] «Εδώ κοιμηθήκαμε», λέει εκείνη. Κι εκείνος προσθέτει, «Αναρίθμητα φιλιά», «Ξυπνώντας το πρωί», «Ασήμι ανάμεσα στα δέντρα», «Το πάνω πάτωμα», «Στον κήπο», «Όταν ήρθε το καλοκαίρι», «Ο χιονιάς το χειμώνα». Οι πόρτες κλείνουν, χτυπώντας μαλακά όπως ο σφυγμός του σπιτιού μακριά στο βάθος.