«Όλα τα πλοία μου είναι άσπρα», είπε η Ρόντα. «Δεν θέλω κόκκινα πέταλα από γεράνια ή δεντρομολόχες. Θέλω άσπρα πέταλα που πλέουν όταν γέρνω τη λεκάνη. Έχω έναν στόλο που ταξιδεύει από τη μιαν ακτή στην άλλη. Θα βάλω κι ένα κλαδί, σχεδία για τον καραβοτσακισμένο θαλασσινό. Θα ρίξω μια πέτρα και θα δω φυσαλίδες ν’ ανεβαίνουν απ’ τα βάθη της θάλασσας. Ο Νέβιλ έφυγε κι η Σούζαν έφυγε· η Τζίννυ είναι στο περιβόλι, μαζεύει φραγκοστάφυλα, μπορεί με τον Λούις. Έχω λίγη ώρα να μείνω μόνη, τώρα που η μις Χάντσον απλώνει τα τετράδιά μας στο τραπέζι, στην αίθουσα διδασκαλίας. Έχω ένα μικρό διάλειμμα ελευθερίας. Μάζεψα όλα τα πεσμένα πέταλα και τα ’βαλα να κολυμπήσουν. Σε μερικά έβαλα σταγόνες βροχής. Θα βάλω κι ένα φάρο εδώ, το κεφαλάκι μιας μαργαρίτας. Και τώρα θα κουνήσω την καφετιά λεκάνη πέρα-δώθε, έτσι που τα πλοία μου να καβαλήσουν τα κύματα. Μερικά θα βουλιάξουν. Μερικά θα τσακιστούν στα βράχια. Ένα μονάχα αρμενίζει. Είναι το πλοίο μου. Μπαίνει σε παγωμένα σπήλαια, όπου η πολική άρκτος μουγκρίζει και οι σταλακτίτες κραδαίνουν πράσινες αλυσίδες. Τα κύματα σηκώνονται· η κορφή τους κουλουριάζεται· κοίτα τα φώτα στα κατάρτια. Σκόρπισαν, βούλιαξαν όλα, μόνο το καράβι μου καβαλικεύει τα κύματα κι ανοίγεται με το μελτέμι και φτάνει στα νησιά όπου οι παπαγάλοι φλυαρούν και τ’ αναρριχητικά…»