Το μόνο που βλέπω κολλημένη στο ταβάνι είναι ο δίσκος με τους κουραμπιέδες. Τους βλέπω να ανυψώνονται στα μισοφέγγαρα σχήματα τους, πασπαλισμένοι με αυτήν την άχνη την ολόλευκη. Σε αντίθεση με τα χέρια μου, που δεν μπορώ να κινήσω, οι σιελογόνοι μου λειτουργούν μια χαρά. Ο ουρανίσκος μου γεύεται ήδη την πυκνή σάρκα τους και η γλώσσα μου τους θρυμματίζει βασανιστικά αργά, αναζητώντας εκείνα τα ολόκληρα καβουρδισμένα αμύγδαλα. Από το στόμα μου στάζει σάλιο. Οι παρευρισκόμενοι σκουπίζουν τις στάλες του σάλιου μου από το μέτωπό τους και σερβίρονται άλλον έναν κουραμπιέ. «Στην υγειά της μακαρίτισσας, της χρυσοχέρας!» λένε.