Μου έφερε κάτι μυστηριώδεις κουραμπιέδες, σε σχήματα μικρών ανθρώπων. ήσαν πασπαλισμένοι με γαλάζια ζάχαρη και ήσαν μονόφθαλμοι. το μάτι τους, ένα καρφί γαρύφαλλο ανοιγόκλεινε, σαν ζωντανό. τη νύκτα, τους άκουσα να μιλάνε μεταξύ τους. τι σόι κουραμπιέδες ήταν αυτοί; τους έβαλα σε μία μεγάλη πιατέλα. το πρωί δεν βρήκα κανέναν τους. τότε είδα στη σάλα τον άγνωστο άντρα. μισοκοιμόταν στην πολυθρόνα με ένα φτενό κουστούμι πασπαλισμένο γαλάζια ζάχαρη. Ήταν το χριστουγεννιάτικο δώρο μου, από την προμάμμη την μάγισσα.