Φώναζε η μάνα: «Πού είναι οι κουραμπιέδες, παιδί μου; Δύο πιατέλες έφτιαξα εχθές, κι έμεινε μία;» Λόγω έλλειψης χώρου ύπνου, έβαλε το ένα της δίδυμο παλικάρι να κοιμηθεί στο σαλόνι με τον μπουφέ γεμάτο φρέσκους κουραμπιέδες. Ζαλίστηκε ο μικρός Γιάννης τη νύχτα από την μυρωδιά, έκλεινε τα μάτια να δει όνειρα να ξεχαστεί, αλλά αυτή είχε τρυπώσει στα ρουθούνια. Το κρεβάτι δεν τον κράταγε, η διαδρομή κρεβάτι-μπουφές γέμισε άσπρα πασπαλιστά σημαδάκια. Στο όνειρο του ήρθαν αγγελάκια, ξωτικά, δράκοι κι όλους τους κερνούσε, όλους. «Μα ήρθε πολύς κόσμος, ρε μαμά, τι να έκανα, να μην τους έδινα από ένα κουραμπιεδάκι;»