Προτού να γλείψει την άχνη και φουσκώσουν τα μάγουλα απ’ τα τριφτά μπισκότα, υπήρξε καλή καγαθή γυναίκα. Όμως τα δάκρυα που έσταξαν στην πιατέλα –έπασχε από καταρρακτώδη δακρύρροια–, από ένα σε κάθε γλυκό, για να γιάνει έκαστο τραύμα της παιδικό, δημιούργησαν κρυστάλλους μαγικούς πάνω στην πουδραρισμένη επιφάνεια και, αντί να μελώσουνε τα φρέσκα βούτυρα, έγιναν παστά. Σκέτη λύσσα. Για τιμωρία, η γρια-μαγείρισσα την άρπαξε απ’ το τσουλούφι και πάραυτα τη μεταμόρφωσε σε αρνί του Πάσχα. Μα τι μαγγανεία να ψάχνεις ίαση στον κουραμπιέ!
Από τότε, κάθε Χριστούγεννα ανασταίνεται. Βελάζοντας μάς ψέλνει τα κάλαντα της αμφισημίας, μετά μανίας.