Κόκκινο, λουσάτο κι’ ό,τι περιείχε το διεκδικούσε μια ανάμνηση. Τελευταία όλα είχαν τη μυρωδιά κάννης. Δυο εκατοστά από τη μύτη του να σημαδεύει το ταβάνι. Εκείνος δυο στάλες άνθρωπος. Ίσα με μια καραμπίνα. «Θα με σκοτώσεις, μπαμπά;» Το πλησίασε. Τα Χριστούγεννα των άλλων. Και τα δικά της. Την έχασε. Και η συνταγή δική της. «Όχι εσένα, μωρό μου.» Τέντωσε τη μύτη του δειλά από πάνω του. Ένα καπάκι τον χώριζε απ’ το λευκό που μύριζε μπαρούτι. Λευκό. Πάντα φυλακισμένο στην παράνοια του πατρικού προτύπου. Άγγιξε δειλά έναν κουραμπιέ. Ενηλικίωση; Άχνη, πάχνη, τον δάγκωσε. Αργά πια. Την είχε καταπιεί.