Στις παραδόσεις του, αντιθέτως, επικρατούσε εντελώς άλλο κλίμα. Κατ’ αρχάς κυριαρχούσε άκρα του τάφου σιωπή και απόλυτος τάξις, όχι όπως στο μάθημα της δεσποινίδος Παπακυριαζή, των Λατινικών, που έβρισκε κάθε φορά τον πίνακα και την έδρα σε άλλη θέση κι έκανε πως δεν καταλάβαινε. Δεύτερον, μετά την εξέταση, μιλούσε αποκλειστικά αυτός κι εμείς τηρούσαμε σιγήν ιχθύος. Και τρίτον, ήταν συναρπαστικός. Ιδίως στον Παλαμά, τον Σολωμό και τον Πλάτωνα, που ήταν οι αδυναμίες του, αρχινούσε την ανάλυση κι εμείς τον παρακολουθούσαμε χάσκοντες, κατεντυπωσιασμένοι απ’ τα βαθύτερα νοήματα και την υψηλότατη ρητορική του. Και οι μεν ιδεολογικές αναλύσεις του περιστρέφοντο σταθερά περί τις Υψηλές Ιδέες, όπως η Αλήθεια, η Δικαιοσύνη, η Πατρίδα και τα συναφή, τις οποίες πάντοτε κατάφερνε να ανακαλύψει, ακόμη και στα ποιήματα του Αθάνα, η δε ρητορική του εχαρακτηρίζετο από την δημοτική του και τα κεφαλαία.
Αυτά τα δύο ήταν εξ ίσου νεωτερικστικά για μας και επιπλέον η γλώσσα δυσνόητη και ύποπτη. Διότι εμείς ως τότε γνωρίζαμε επαρκώς την απλή καθαρεύουσα και το ότι η δημοτική είναι η γλώσσα των κομμουνιστών.