Σπρωγμένος από την ανάγκη της, βρέθηκε στην άκρη της νύχτας αιθέριος παρατηρητής κάποιας γαστρονομικής περιπέτειας. Ήθελε να εντρυφήσει, όμως κρεμάστηκε στην άρνηση και αποκοιμήθηκε. Εκείνη ανέβασε την θερμοκρασία στους 180 βαθμούς. Ανίδεη για την πάλη που επικρατούσε στην ενδοχώρα του καναπέ του, μιλούσε για το καυτό βούτυρο, για τον τρόπο που θρυμματίζονται τα αμύγδαλα, γαργαλώντας σε τέτοιο βαθμό την ζύμη, κάνοντάς τον να αλλάξει πλευρό. Με την ανατριχίλα να τον κυριεύει σύγκορμο, αναστέναξε, αγγίζοντας το στόμα του. Την έψαχνε. Την ήθελε. Εκείνη που, κρυμμένη πίσω από βουνά άχνης ζάχαρης, τον μυούσε με έντεχνα γυρίσματα της σπάτουλας στον δέκατο τρίτο ουρανό.