Η άχνη ήταν γλυκιά, λευκή και αθώα. Το στόμα της «Μητέρας» πικρό. Μπουκωμένο εντολές για τις νύφες: «Κάνε τούτο, τ’ άλλο. Όχι έτσι, αλλιώς». Η παραμονή των Χριστουγέννων, η «μέρα κουραμπιέ», ρουτίνα γλυκόπικρη. Η «Μητέρα» έλεγχε τους κουραμπιέδες. Τους «κακοφτιαγμένους» τους βούταγε με τα χοντρά της δάχτυλα και πίσω στη λεκάνη. Ο Θωμάκος, το στερνό εγγόνι με το όνομα του μακαρίτη αναγραμμάτιζε το γλυκό γελώντας: Ρακουμπιές, μπιεδεσκούρα, μπιεσκουρά, κουραδέμπιες. Ώσπου έφαγε την παραλήγουσα του γλυκού σε ονομαστική πληθυντικού. Η «Μητέρα» φούσκωσε σαν παγόνι κατηγορώντας τη νύφη της για την ανατροφή του. Εκείνη, πικραμένη, σκέφτονταν «Μέρα κουραμπιέ είναι. Θα περάσει».