Εκατό λέξεις, της είπε. Αυστηρά. Ούτε μία παραπάνω. Αναστέναξε. Μισώ τις εκατό λέξεις, σκέφτηκε. Τις μισώ! Ρουθούνισε με νευρικότητα και άνοιξε το word. Δίπλα της ένας κουραμπιές σε ένα πιατάκι. Ίσως να μπορέσω να τα καταφέρω, σκέφτηκε, αν για κάθε δέκα λέξεις τρώω κι έναν κουραμπιέ. Στην πεντηκοστή λέξη πηχτή άχνη είχε κολλήσει στα χείλη της. Στις εβδομήντα λέξεις έσπρωχνε τον όγδοο κουραμπιέ με τα δυο χέρια μέσα στο στόμα, για να μπορέσει να καταπιεί, με πνιχτά βογγητά. Στις εκατό λέξεις έπεσε ξερή στο πληκτρολόγιο. «Αυτοκτονία με κουραμπιέδες», είπε ο ιατροδικαστής. «Οι βαριά διαβητικοί μπορούν να πεθάνουν γλυκά γλυκά. Τυχεροί».