Κι έτσι μ’ όλα τα φώτα σβησμένα, το φεγγάρι βυθισμένο, και μια ψιλή βροχή που χτυπούσε μονότονα στη στέγη, ένα απέραντο σκοτάδι άρχισε να πέφτει. Τίποτα, καθώς φαινόταν, δεν μπορούσε να γλιτώσει απ’ την πλημμύρα του ερέβους, το κατακλυσμιαίο σκοτάδι, που, γλιστρώντας, μες από κλειδαρότρυπες και χαραμάδες, τρύπωνε απ’ τα παντζούρια, έμπαινε στις κρεβατοκάμαρες, κατάπινε εδώ μια κανάτα και μια λεκάνη, εκεί ένα βάζο με κόκκινες και κίτρινες ντάλιες, παραπέρα τις αιχμηρές κώχες και τον συμπαγή όγκο μιας σιφονιέρας. Δεν ήταν μόνον τα πράγματα συγκεχυμένα. Δεν υπήρχε σχεδόν τίποτα, κανένα γνώρισμα σωματικό ή ψυχικό, κανένα σημάδι για να πεις αυτός είναι ή αυτή είναι. Μερικές φορές ένα χέρι σηκωνόταν, σαν να ’θελε ν’ αρπάξει κάτι ή ν’ αποφύγει κάτι ή κάποιος αναστέναζε ή γελούσε, σαν να μοιραζόταν ένα αστείο με το τίποτα. Τίποτα δε σάλευε στο σαλόνι ή στην τραπεζαρία ή στις σκάλες. Μόνο μες απ’ τους σκουριασμένους μεντεσέδες και τα σκεβρωμένα απ’ τη νοτιά ξύλα, κάποιοι αέρηδες, αποκομμένοι από το σώμα του ανέμου (το σπίτι άλλωστε ήταν ξεχαρβαλωμένο), γλιστρούσαν στις γωνιές κι αποτολμούσαν να μπουν στο σπίτι. Μπορούσε κανείς να τους φανταστεί να μπαίνουν στο σαλόνι, ν’ απορούν και ν’ αναρωτιούνται, παίζοντας με την ταπετσαρία που ’χε ξεκολλήσει, να ρωτούν θα κρατήσει κι άλλο; πότε θα πέσει; Και μετά, χαϊδεύοντας τους τοίχους, να περνούν σε βαθιά συλλογή, σαν να ρωτούν τα κόκκινα και κίτρινα τριαντάφυλλα στην ταπετσαρία αν θα ξεθωριάσουν, σαν να ρωτούν ήρεμα, γιατί είχαν όλον τον καιρό στη διάθεσή τους τα σχισμένα γράμματα στο καλάθι των αχρήστων, τα λουλούδια, τα βιβλία, που ήσαν όλα ανοιχτά τώρα μπροστά τους, σαν να ρωτούν είναι σύμμαχοι; είναι εχθροί; πόσο θα κρατήσουν;
Έτσι κι ενώ κάποιο τυχαίο φως από κάποιο ακάλυπτο αστέρι ή πλοίο περιπλανώμενο ή ακόμη κι απ’ το Φάρο, τους οδηγούσε με το χλωμό του πάτημα στο σκαλί και το χαλάκι, οι μικροί αέρηδες ανέβηκαν τη σκάλα και προχώρησαν προσεκτικά προς τις κρεβατοκάμαρες. Αλλά εδώ, βέβαια, έπρεπε να σταματήσουν. Όλα τ’ άλλα μπορούν να σβήσουν και να χαθούν, ό,τι βρίσκεται εδώ είναι ακλόνητο. Εδώ μπορεί κανείς να πει σ’ αυτό το φως που ολισθαίνει, σ’ αυτούς τους αέρηδες που ψηλαφούν, που χουχουλίζουν και γέρνουν πάνω απ’ το κρεβάτι, ενώ δεν μπορείς ν’ αγγίξεις ούτε να χαλάσεις . Οπότε, σαν φαντάσματα, σαν να ’χαν πουπουλένια δάχτυλα και την ανάλαφρη επιμονή του πούπουλου, βαριεστημένα θα κοιτάξουν μια φορά τα κλεισμένα μάτια και τα χαλαρά σφιγμένα δάχτυλα, θα κουκουλωθούν και θα φύγουν. Κι έτσι, ψαύοντας, πασπατεύοντας, προχώρησαν κατά το παράθυρο στο πλατύσκαλο, στις κρεβατοκάμαρες των υπηρετών, στα κασόνια στις σοφίτες• κατεβαίνοντας, ξάσπρισαν τα μήλα στη φρουτιέρα, ψηλάφισαν τα ροδοπέταλα, άγγιξαν τον πίνακα στο καβαλέτο, σκούπισαν το χαλάκι και σκόρπισαν λίγη άμμο στο πάτωμα. Στο τέλος, παρατημένοι, έπαψαν όλοι μαζί, μαζεύτηκαν μαζί, στέναξαν μαζί• όλοι μαζί άφησαν ένα μάταιο, λυπητερό συριγμό. Μια πόρτα στην κουζίνα απάντησε• άνοιξε διάπλατα• στο βρόντο• και βρόντηξε. [Εδώ ο κ. Καρμάικλ, που διάβαζε Βιργίλιο, έσβησε το κερί του. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα.]
Βιρτζίνια Γουλφ, Στο φάρο, σελ. 142-143, μτφρ.: Άρης Μπερλής, εκδόσεις Εξάντας 1995
Artwork:Jamie Wyeth
.