Προχωρούν με την πείνα στο στόμα, και την περιέργεια. Η πρόσκληση είναι, από ένα σπίτι έξω από την πόλη. Δεν έχουν ξαναπάει. Ο άγνωστος φίλος, οικοδεσπότης, είναι ένα συγγραφέας-θαυματοποιός, γνωστός από τα φανταστικά έργα του, έλλογα και άλεκτα, κυρίως όμως, για τον κλασαυχενισμό και τις ιδιορρυθμίες του. Το σπίτι βρίσκεται ανάμεσα σε ψηλούς ιβίσκους, φτέρες και ακακίες. Παλαιό σπίτι, απ’ έξω λίγο θλιβερό, βαμμένο μωβ με σκούρα κόκκινα παράθυρα.Τους υποδέχεται μία γυναίκα στα άσπρα, με μαύρο κότσο στερεωμένο σε λευκό γαρύφαλλο. Σιωπηλή τους οδηγεί σε μία μεγάλη σάλα. Το τραπέζι είναι στρωμένο με χρυσαφί τραπεζομάντηλο για σαράντα άτομα. Οι σαράντα καλεσμένοι είναι καθισμένοι γύρω από το μεγάλο τραπέζι, φορώντας λευκές σκευές. Όπως, λες, σε αρχαίο θέατρο οι πρωταγωνιστές με προσωπίδες. Είναι υποχρεωτικό φαίνεται, αλλά γιατί και πώς θα δειπνήσουν; Ακούγεται Μπαχ.
Στο τραπέζι, η μεγάλη οβάλ πιατέλα με τα πολυάριθμα, χρωματιστά αυγά είναι το μοναδικό πιάτο… Δύο ημίγυμνα, κορίτσι και αγόρι, με ξανθές κοτσίδες, εναποθέτουν στο τραπέζι το τεράστιο, σκεπαστό σκεύος, που θα πρέπει να είναι το ψητό αρνί, καθώς και μαύρο κρασί σε γυάλινες κανάτες, και από ένα μπολ εμπρός σε κάθε καλεσμένο. Εντός του, ένα νεραντζάκι γλυκό λάμπει σαν μεγάλο σκουροπράσινο σμαράγδι. Περίεργο δείπνο. Όταν επιτέλους ανοίγεται η σκεπαστή πιατέλα, το αρνί ξαπλωμένο μέσα της, είναι ζωντανό, με το λευκό μαλλιαρό του ένδυμα και ένα γαλάζιο φιόγκο γύρω από το λαιμό. Τα μάτια του είναι ροζ. Σαν μόλις να ξύπνησε. Τρεκλίζοντας, σηκώνεται και κρύβεται κάτω από το τραπέζι, στα πόδια των συνδαιτυμόνων. Η γυναίκα με τα άσπρα παροτρύνει τους καλεσμένους να τσουγκρίσουν τα αυγά τους, ο ένας στο καλυμμένο πρόσωπο του άλλου. Σπάζοντας, από τα αυγά πετάγονται πουλιά, άλλα γνωστά και άλλα παραδείσια, μη γνωστά.
Οι καλεσμένοι διασκεδάζουν. Παίζουν με τα πουλιά. Τα φώτα αίφνης σβήνουν και όταν ανάβουν εκ νέου, οι ενεοί καλεσμένοι βλέπουν ένα τραπέζι γεμάτο εδέσματα. Μανιτάρια ψημένα, σαλάτες όλων των ειδών, από ρεβίθια, ρέβες, άσπρες μελιτζάνες, ζιγγίβερη, θαλασσινά. Ακόμη και ρύζια, κόκκινα, μαύρα, άγρια, εξωτικά. Επίσης κομμένα φρούτα, τυριά και μία αχνιστή σούπα με μικρά κομματάκια από κρέας. Η γυναίκα τούς λέει πως είναι ανθρώπινο, μετά γελάει και λέει πως είναι ψέμα. Είναι, λέει, γίδινο το κρέας.
–Τώρα μπορούμε να φάμε, αποφαίνεται.
Το αρνάκι, κάτω από το τραπέζι, μασουλάει από ένα πανέρι φρέσκα φύλλα χορταρικών.
Στην cloaka maxima της πόλης την επαύριον, θα κυλούν μαγεμένα περιττώματα.
Ο οικοδεσπότης δεν παρουσιάζεται κατά την διάρκεια της συνάντησης.
Είναι κλεισμένος στο γραφείο του και, γράφει μανιωδώς στον υπολογιστή του το δείπνο, με επίτιμο καλεσμένο
το αρνί.
Αrtwork: Diego Max
.