.
Παρά το πλήθος των πληγών μου νιώθω ελαφρύς σαν πούπουλο. Πετάω με δύναμη το μαχαίρι ψηλά και το ακούω να πέφτει μακριά στα βράχια. Ανηφορίζω μέχρι τη ράχη του βουνού. Η θάλασσα φαίνεται τώρα ταραγμένη. Το κύμα αφρίζει εδώ κι εκεί. Παίρνω φόρα προς τα κάτω. Πετάω σχεδόν από βράχο σε βράχο όταν συνειδητοποιώ πως, με την ταχύτητα που έχω αναπτύξει, αποκλείεται να σταματήσω στην ακτή. Δίνω λοιπόν ένα σάλτο και βουτάω κουλουριασμένος στη θάλασσα. Χωρίς δυσκολία γδύνομαι μέσα στο νερό. Ξεπλένω τα χέρια και το πρόσωπό μου από το αίμα. Ύστερα βγαίνω έξω, μαζεύω την κερκέτη και πηδάω στο σκάφος. Στην κορυφογραμμή βλέπω τώρα τον αδελφό μου, που τον νόμιζα πνιγμένο. Παραπατάει. Πολεμάει να περπατήσει προς τον «Τρικέφαλο»,αλλά οι δυνάμεις που του απομένουν είναι λιγοστές. Δεν είναι μακριά ωστόσο. Τα χέρια του είναι βουτηγμένα στο αίμα. Βιαστικά κατευθύνομαι στο χειριστήριο. Βάζω τη μηχανή μπροστά. Βιδώνω το τιμόνι και βγαίνω στον στενό εξώστη της γέφυρας. Ο αδελφός μου κοντεύει να φτάσει τώρα στη θάλασσα και γονατίζει στην ακτή. Ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια του φωνάζει: « … ». Από τα λόγια του και από τις κραυγές του φθάνουν στα αυτιά μου μόνον ήχοι ακατάληπτοι και ασύνδετοι. Ήχοι που όσο απομακρύνομαι ακούγονται λιγότερο, για να χαθούν τελικά μέσα στον ρυθμικό θόρυβο της μηχανής, στα τριξίματα του σανιδώματος και στο βουητό του θαλάσσιου ανέμου, που καταβρέχει ξανά με άρμη το τζάμι του θαλάμου πλοηγήσεως.
Αριστείδης Αντονάς, Ο Τρικέφαλος, σελ. 117-118, εκδόσεις Στιγμή, 2001.
Αrtwork: Johann Fournier