Και οι δυο τους, η Τζίνι Μπίλροτ, όπως και η Άννα Σρέκερ, ξαφνικά, κατά τις αρχές της δεκαετίας του εξήντα, αυτήν τη λογοτεχνική τους παραφροσύνη και αυτές τις λογοτεχνικές αρρώστιες τους, που τότε, κατά τη δεκαετία του πενήντα, ήταν πιθανόν πέρα για πέρα γνήσια παραφροσύνη και πέρα για πέρα γνήσιες αρρώστιες, τις μετέτρεψαν αιφνίδια σε πόζα, σε λογοτεχνική σκόπιμη πόζα, σε λογοτεχνική επιπλέον σκόπιμη πόζα για ανοιχτοχέρηδες πολιτικούς και σκότωσαν λίγο πολύ ανενδοίαστα εν μια νυκτί τη λογοτεχνία μέσα τους για χάρη της απόλυτα χαμερπούς κρατικής αργόμισθης ύπαρξής τους. Γιατί, βέβαια, θα πρέπει να τις χαρακτηρίσω και τις δύο εξευγενισμένες κρατικές αργόμισθες, που κατά τις αμέσως προηγούμενες δεκαετίες δεν άφησαν να τους ξεφύγει καμιά ευκαιρία, προκειμένου να επωφεληθούν καιροσκοπικά από το κράτος, που προηγουμένως επί τόσα χρόνια το λοιδορούσαν, και από τη διεστραμμένη ανοιχτοχεριά του και που γενικά τις έβλεπες κατά τα δεκαπέντε αυτά χρόνια παντού όπου υπήρχε κάτι να πάρεις, καθώς θα λέγαμε, και που δεν άφησαν αδειανές τις καρέκλες τους σε καμιά απολύτως επίσημη κρατική ή δημόσια γιορτή• προπάντων δε βρίσκονται, κάθονται όπου σ’ αυτήν τη χώρα εμφανίστηκαν και εμφανίζονται οι πολιτικοί με σακιά γεμάτα με κρατικό χρήμα, οι πολιτικοί που σ’ αυτήν τη χώρα διαχειρίζονται, που λέει ο λόγος, τον πνευματικό πολιτισμό με την πιο μεγάλη ατιμία και με την πιο ξεδιάντροπη κτηνωδία.
Thomas Bernhard, Ξύλευση, μτφρ.: Bασίλης Τομανάς, σελ. 187-188, Εξάντας1996 Πίνακας: Gerda Wegener