.
Στη μέση της κάμαρας εκεί ακριβώς που έσταζε ο ουρανός
χτυπώντας το χέρι στο γόνατο, είπε:
ε, λοιπόν ναι, Νταγκ, ποντάρω στο σπασμένο δόντι του θεού.
Και ξέρεις γιατί, Νταγκ;
Γιατί σκάρτεψαν πολλά οχτώ, για να γίνει
το πορτοκάλι οιωνός και τα μικρά μου μάτια μέλισσες.
Και δες τι βλέπω πίσω απ’ την γκρίζα ζώνη της φωτιάς:
πέρα απ’ το παντελόνι μου, που καίγεται
ιδού το πρόσωπό μου, ένας μπάσταρδος ψίθυρος
που δεν κάνει άλλο από το να ζητάει χώμα
κι ας είναι και ξερό.
Πάλεψα, Νταγκ, με λύσσα, σου λέω,
γύρεψα με τα μάτια τη γύρη του Κόσμου
και σιγοκάηκα να μηρυκάζω το αλάτι των χειμώνων.
Με στήθος επιούσιο
κουράστηκα να αναπνέω ανάποδα, Νταγκ.
Έρεψε η μηλιά μέσα στα βροχικά των κήπων μου
κι ο θάνατος έχει διασχίσει πλήκτρα νερών
για να ’ρθει φέγγαρος ορθάνοιχτος να με πετύχει.
Μέχρι ν’ ανάψεις μια ακτίνα θα γειτονέψουμε, Νταγκ,
θα φοράμε μαζί τρύπιες κάλτσες
και τις ταμπέλες εκείνες των σπασμένων ανθρώπων
στην πατρίδα που δεν έχει όνομα.
Στέλλα Δούμου, Χρονορυχείο, εκδόσεις Θράκα, 2017
Φωτό: Rene Groebi
.