Όταν όμως έφθασε η είδηση του φρικτού θανάτου του Δίκαιου από την ασθένεια του χαλκού και εξέλειψε κάθε ελπίδα, ο Γρηγόρης, αφού παρέμεινε δυο ή τρεις μέρες άσιτος και άπιοτος, έσφαξε τον μεγαλύτερο πετεινό από τα πουλερικά που έβοσκαν και τριγυρνούσαν στο αμπέλι τους. Μετά άναψε μεγάλη φωτιά και τσιγάρισε μέσα σε λάδι και πολλά μπαχαρικά το κρέας του πουλιού, έστρωσε τραπέζι, κάθισε και έφαγε τις δυο φτερούγες, τον λαιμό και το κεφάλι του πετεινού, ενώ το υπόλοιπο κρέας το έθαψε στην άκρη του αμπελιού τους. Σύντομα, όμως, ο Γρηγόρης ξαναβρήκε τον παλιό ρυθμό του, χωρίς να νοιάζεται για φαγητά ψητά, κοκκινιστά ή βραστά, ούτε για σάλτσες και μυρουδιές μαγειρέματος. Και όχι μόνο δεν νοσταλγούσε το στρωμένο τραπέζι, τα πιάτα και τα μαχαιροπίρουνα, αλλά δημιούργησε δική του δίαιτα, που κάποιος θα μπορούσε να την κατατάξει ανάμεσα στη διατροφή της σαύρας και του αγροτικού σκαντζόχοιρου, δηλαδή στη δυνατότητα να βρίσκει κανείς τροφή αποκλειστικά και μόνο από τον αέρα ή το χώμα.
Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Ιστορία, σελ. 162-163, εκδόσεις Κέδρος, 1982
Artwork: Catrin Arno