Οχτώ κεριά είχαν τοποθετηθεί πάνω στο τραπέζι, και μετά το πρώτο τρέμισμα οι φλόγες έστεκαν όρθιες τώρα και φώτιζαν ολόκληρο το τραπέζι και στο μέσον του μια κίτρινη και βυσσινιά φρουτιέρα. Τι τους έκανε άραγε; αναρωτήθηκε η κα Ράμζυ, γιατί η διάταξη των φρούτων που είχε κάνει η Ρόουζ, τα σταφύλια και τ’ αχλάδια και η κεράτινη αχιβάδα με τις ρόδινες ραβδώσεις, κι οι μπανάνες, της θύμισαν θησαυρό που ανελκύσθηκες απ’ το βυθό της θάλασσας, το συμπόσιο του Ποσειδώνα, το τσαμπί με τα κλαματόφυλλα που ’χει στον ώμο του ο Βάκχος σε κάποιον πίνακα, ανάμεσα σε δορές λεοπαρδάλων και δάδες με φιδίσιες φλόγες, κόκκινες και χρυσαφιές…
Φωτισμένη έτσι ξαφνικά η φρουτιέρα φάνταζε μεγάλη σε μέγεθος και βάθος, σαν κόσμος όπου μπορείς να πάρεις το ραβδί σου και ν’ ανέβεις βουνά, σκέφτηκε, και να κατέβεις λαγκάδια, και χάρηκε τους ένωσε στιγμιαία το θέαμα που είδε πως και ο Αύγουστος απολάμβανε με τα μάτια τη φρουτιέρα, βυθιζόταν, έκοβε ένα λουλούδι εδώ, μια φούντα εκεί, και γύριζε μετά την ευωχία στην κυψέλη του. Μ’ αυτόν τον τρόπο κοίταζε, διαφορετικά απ’ αυτήν. Αλλά αυτό τους ένωνε.
Βιρτζίνια Γουλφ, Στο φάρο, σελ. 109, μτφρ.: Άρης Μπερλής, Εκδόσεις ύψιλον, 1995
Πίνακας: Caravaggio