Όταν η μητέρα μου, λόγω του αίματος που τρέχει ακόμα από τη μύτη μου κρατάει το πρόσωπό μου τόση ώρα κάτω απ’ το κρύο νερό μέχρι που πετρώνει, η παραμάνα μου εν τω μεταξύ φροντίζει το ροζ καρό φουστάνι, αλλά και άλλες φορές, όταν η μητέρα μου μού τραβάει με μια απότομη κίνηση ένα τραυμαπλάστ από το γόνατο ή μου χτενίζει τα μαλλιά με μια χτένα που σκαλώνει στο μαλλί μου, κι ύστερα λέει, πω, πω, τα μαλλιά σου, όταν μου δείχνει πώς τραβάμε ένα λεπτό καλτσόν προς τα πάνω, και το προς τα πάνω μού πιάνει μαζί με το καλτσόν και μου τσιμπάει και το πόδι, πάντα τότε εγώ θα ’θελα να τη δω να κουτρουβαλιάζεται στη σκάλα ή να πέφτει απ’ το παράθυρο και να τσακίζεται, να κόβεται κατά λάθος εκεί που κόβει το ψωμί. Πάντα, όταν λέει: Θα πονέσεις για λίγο μόνο, αλλά μετά θα ’ναι καλύτερα έτσι, ή: σε κόβει βέβαια λιγάκι, αλλά είσαι μεγάλη πια. Μπρος στα κάλλη τι ’ναι ο πόνος, λέει. Μπρος στα κάλλη, μπρος στα κάλλη, ποντικός στην κοιλιά, το κεφάλι μες στην κοπριά, μπρος στα κάλλη. Πάντα όταν ή μητέρα μου με πονάει, για λίγο, λιγάκι μόνο, δεν θα κρατήσει, να ’σαι γενναία, πάντα τότε εγώ θα ’θελα να τη δω, στην ηχώ της σφαλιάρας που θα της έδινα μες στα μούτρα, ν’ αποστρέφει το κεφάλι της από μένα προς τα πλάγια κι επιτέλους να ησυχάζει.
Τζέννυ Έρπενμπεκ, Το παιχνίδι με τις λέξεις, μτρφ.: Αλέξανδρος Κυπριώτης, Σελ. 64, Εκδόσεις Ίνδικτος, 2008.
Φωτό: Maquignon Laurence
vequinox
01/12/2016 at 02:51
Reblogged this on Greek Canadian Literature.